Θα είναι πολλοί αυτοί που θα δώσουν την ερμηνεία ότι η προσέλευση 240.000 πολιτών για να ψηφίσουν τον νέο αρχηγό του ΠΑΣΟΚ είναι η ύστατη κινητοποίηση του βαθέος κόμματος. Νομίζω όμως ότι, αντιθέτως, ένα μεγάλο ποσοστό από εκείνους που ψήφισαν την περασμένη Κυριακή θεωρούν πως αυτό το κόμμα δεν πρόδωσε τις ιδέες του, ότι μερικές – όχι όλες – από τις ιδέες του πρόδωσαν το κόμμα. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να γίνει αντιληπτό τι εννοώ.

Πολλοί θεώρησαν ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα. Αυτό όμως ουσιαστικά ήταν ένας πανσυλλεκτικός μηχανισμός. Ενας μηχανισμός-κόμμα που ο καθένας μπορούσε να θεωρήσει ότι τον εκφράζει.

Αυτό το επιτυγχάνουν όσοι, ενώ ειδικά δεν εκφράζουν κανέναν, γενικά εκφράζουν τους πάντες. Στους «μη προνομιούχους» που επεκαλείτο μπορούσε να ενταχθεί καθένας που αισθανόταν ότι κάποιοι άλλοι βρίσκονται, αδίκως, πιο ψηλά από αυτόν στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία. Ταυτόχρονα όμως αυτό το παλαιό ΠΑΣΟΚ ήταν ένα κόμμα το οποίο είχε ανάγκη, μέχρι ενός σημείου, η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία, επειδή ακριβώς δεν είχε σαφείς ταξικές και ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, δεν μπορούσε με τη βία να γεννήσει σύγχρονα σοσιαλδημοκρατικά ή χριστιανοδημοκρατικά κόμματα.

Ο πανσυλλεκτισμός εμφανίζεται εκεί όπου οι ταξικοί διαχωρισμοί κινούνται επάνω σε κινούμενη άμμο, εκεί όπου η κοινωνική κινητικότητα εξαρτάται από τον βαθμό πρόσβασης στο κράτος και όχι από την παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας των ιδιωτών.

Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν και τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης και είχαν αρκετές βραχυπρόθεσμες επιτυχίες, με μεγαλύτερη την ένταξή μας στην ευρωζώνη.

Τα υλικά όμως με τα οποία στήθηκαν αυτές οι επιτυχίες ήταν σαθρά. Αυτά εμπεριείχαν μέσα τους την προοπτική της μακροπρόθεσμης αποτυχίας.

Αυτά, με σχετική εξαίρεση την περίοδο 1996-2004, ήταν τα υλικά του λαϊκισμού ως συνεκτικής ιδεολογίας και του κρατισμού ως πρακτικής λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Αυτά τα υλικά δεν ανήκαν μόνο στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και σε όλους τους εργολάβους που έκτισαν το μεταπολιτευτικό μας οικοδόμημα, με την κομμουνιστογενή Αριστερά να κατέχει καίρια θέση.

Το ΠΑΣΟΚ με τον Ευάγγελο Βενιζέλο μπορεί να κάνει πλέον το μεγάλο βήμα προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ενας από τους λόγους που τόσο καιρό αυτό το κόμμα δεν σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκε είναι το μείγμα προπολιτικής και λαϊκίστικης συμπεριφοράς που υπερκαθόρισε την πολιτική του στρατηγική και τις συμπεριφορές των υποστηρικτών του. Οι ειρωνείες κατά του Βενιζέλου, αντί της θεμιτής κριτικής, το αποδεικνύουν.

Ο Βενιζέλος, αν θέλει, μπορεί να στρέψει το ΠΑΣΟΚ προς τη σοσιαλδημοκρατία. Και το μπορεί, όχι γιατί πρέπει να το θέλει, αλλά γιατί η σωτηρία της χώρας βρίσκεται στην αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου. Αυτός όμως με τη σειρά του χρειάζεται να αφήσει κατά μέρος τις απολίτικες συγγνώμες, οι οποίες υπονοούν ότι η ιδεολογία ήταν καλή, αλλά την εφαρμόσαμε λάθος, και να θέσει στο στόχαστρο τον κρατισμό και τον λαϊκισμό ως τους κύριους υπευθύνους για τη σημερινή κρίση κόμματος και κοινωνίας. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι πως το παλαιό ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τις αρχές του, αλλά το ότι αυτές ακριβώς οι αρχές παρέδωσαν τη χώρα ανοχύρωτη στους δανειστές της. Ο νέος αρχηγός χρειάζεται να έλθει σε ρήξη με αυτές τις πλευρές του παρελθόντος του ΠΑΣΟΚ, μερικός μέτοχος των οποίων δεν μπορούσε να μη είναι και ο ίδιος.

Αντίθετα απ’ όσα συνιστούν ορισμένοι στον Βενιζέλο, θεωρώντας ότι έτσι θα διατηρήσει την εκλογική του πελατεία, αυτός πρέπει άμεσα να απομακρυνθεί από τις ιδέες του κρατισμού και όχι να επιστρέψει σε αυτές. Υπάρχουν μεγάλα τμήματα της παραγωγικής και δημιουργικής Ελλάδας που θα έτειναν «ευήκοον ους» σε μια τέτοια εξέλιξη. Εξέλιξη από την οποία οι πρώτοι που θα ωφελούνταν, εκτός από τα δυναμικά στρώματα, θα ήταν και τα ασθενέστερα, αφού το κράτος πρόνοιας των παρεχόμενων υπηρεσιών στην Υγεία, στην Παιδεία και στην Ασφάλεια εξυπηρετεί τους κοινωνικά ασθενεστέρους, ενώ το κράτος-βιομήχανος και αυτό των επιδοματικών πολιτικών τις περισσότερες φορές εξυπηρετεί τους ήδη κατέχοντες.

Μόνο τότε θα μπορέσει να ξεκινήσει μια προσπάθεια να αποκτήσει και αυτή η χώρα το σοσιαλδημοκρατικό της κόμμα, το κόμμα δηλαδή του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των παραγόντων της παραγωγικής κοινωνίας, η οποία με την αποτελεσματικότητά της ενισχύει την αδύναμη.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες», από τις εκδόσεις Πόλις