Για όσους έχουν μονάχα αόριστη αίσθηση περί του αγγελοπουλικού κινηματογράφου, μπορεί να μοιάζουν υπερβολικά τα πάμπολλα διεθνή βραβεία και η φήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κι όμως, ο Μάρτιν Σκορσέζε τον θεωρεί «έναν από τους μεγάλους δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου». Ενώ ο «Θίασος» αναφέρεται από τη Διεθνή Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου ως «μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών» και ως η καλύτερη ταινία του 1975 από άγγλους, ιταλούς, βέλγους και ιάπωνες κριτικούς.

«Μια πανέμορφη σπουδή πάνω στον πόλεμο, την Ιστορία και την απώλεια», έγραψαν οι «New York Times» για το «Λιβάδι που δακρύζει» το 2004. «Το σημαντικότερο για μένα είναι να μπορέσω να αφηγηθώ μια ιστορία, και το δυσκολότερο για μένα είναι να το κάνω όσο πιο απλά γίνεται», αντιφατική δήλωση μιας αντιφατικής προσωπικότητας που, ούτε λίγο ούτε πολύ, έδειξε τα δόντια του στην κριτική επιτροπή των Καννών το 1995 επειδή του έδωσαν μόλις το… δεύτερο βραβείο (το πρώτο πήγε στο «Underground» του Εμίρ Κουστουρίτσα, ξεκινώντας μια κόντρα που κράτησε χρόνια).

Ο Theo, όπως έγινε διεθνώς γνωστός, βρέθηκε το 1962 στη Σορβόνη, στη Γαλλική – και φημισμένη – Σχολή Κινηματογράφου Femis. Οταν επιστρέψει απηυδισμένος από την κατάσταση του ελληνικού κινηματογράφου, θα εκδώσει μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη το περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος» το 1969, από το οποίο θα ξεπηδήσουν αρχικά ως θεωρητικοί και στη συνέχεια ως κινηματογραφιστές οι Παντελής Βούλγαρης, Τώνια Μαρκετάκη, Φρίντα Λιάππα, Λάκης Παπαστάθης, Χρήστος Βακαλόπουλος. Η μαγιά δηλαδή του νέου ελληνικού Κινηματογράφου.

Ως σκηνοθέτης, κάνει την πρώτη του απόπειρα με μια ταινία για το δημοφιλές τότε συγκρότημα Φόρμιγξ, η παραγωγή όμως δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Ωστόσο η «Εκπομπή», η ταινία μικρού μήκους που θα φιλμάρει το 1968, θα προκαλέσει αναβρασμό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα πάρει το βραβείο των κριτικών, ενώ ετοιμάζεται η «Αναπαράσταση», η πρώτη του μεγάλου μήκους το 1970.

Ο κόσμος αρχίζει να παίρνει μυρωδιά μια νέα κινηματογραφική γλώσσα: οι βραδυφλεγείς σεκάνς και οι περίτεχνες κινήσεις της κάμερας (που μπορεί να διανύσει την «απόσταση» 20 ετών μέσα σε ένα traveling, «σήμα κατατεθέν» του σκηνοθέτη) προκαλούν δέος στους θαυμαστές, δυσφορία στους επικριτές. Το σινεμά του διχάζει τους κινηματογραφόφιλους.

Οι «Μέρες του ’36», «μια ταινία για τη λογοκρισία», οδηγούν στην πρώτη επιτυχία, ενώ ο «Θίασος» παραμένει μια από τις πιο φημισμένες ελληνικές ταινίες παγκοσμίως.

Χρησιμοποιεί υποδειγματικά αστέρες της παλιάς ελληνικής σχολής: Μάνος Κατράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Μαίρη Χρονοπούλου δίνουν σπουδαίες ερμηνείες στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» και η ταινία παίρνει το βραβείο σεναρίου στις Κάννες. Ο Αγγελόπουλος, πικραμένος που δεν «χτυπάει» μεγαλύτερη διάκριση μένει κλεισμένος στο δωμάτιο μέχρι που, με τα πολλά, πείθεται να το παραλάβει.

Σύντομα, σπουδαία διεθνή ονόματα θα περάσουν από το βιζέρ του: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Γουίλεμ Νταφό, Ιρέν Ζακόμπ, Μπρούνο Γκανς, Μισέλ Πικολί. Με εξαίρεση τον Μαστρογιάνι που θαύμαζε «το σθένος του μικρού ελληνικού συνεργείου», όλοι δεινοπάθησαν υπό την αυστηρή καθοδήγησή του.

«You think you’re God! Fuck you!» θα ουρλιάξει ο Καϊτέλ, οργισμένος στα γυρίσματα του «Βλέμματος του Οδυσσέα» το 1995. Αργότερα όμως ο σκηνοθέτης θα δηλώσει πως «μόνο έτσι θα μπορούσα να του αποσπάσω αυτό το δάκρυ στο φινάλε – στο τέλος της σκηνής αγκαλιαστήκαμε».

Αυτή την ανθρωπιά φαίνεται να κυνηγούσε στις τελευταίες ταινίες του. Οπως και τα βραβεία – πόσο παράξενα συνδυασμένες οι δύο εμμονές του!