Βιομήχανος ή επαναστάτης; Φεμινιστής ή αθεράπευτος γυναικάς; Οραματιστής ή ρατσιστής; Ολα αυτά μαζί. Αυτός ήταν ο Φρίντριχ Ενγκελς, ο επονομαζόμενος «στρατηγός» του Μαρξ. Μια εξαιρετική νέα βιογραφία του από τον Τρίστραμ Χαντ, το νέο τρομερό παιδί της βρετανικής ιστοριογραφίας, έρχεται να φωτίσει πολλές πλευρές του αντιφατικού χαρακτήρα του, θυμίζοντας ταυτόχρονα πόσο δραματικά επίκαιρη είναι σήμερα η σκέψη του.

Ο Ενγκελς δεν ήταν ένα είδος γραμματέα που απλά κατάφερνε να βάζει σε τάξη το χαοτικό μυαλό τού χαρισματικού συνεργάτη και φίλου του λέει ο Χαντ. Είχε μια βαθιά αναλυτική και στέρεη φιλοσοφική σκέψη αλλά και σαφώς μεγαλύτερη ικανότητα συλλογής εμπειρικών δεδομένων από τον Μαρξ. Το βιβλίο καταδεικνύει πόσο βοήθησε στην υπόθεση της διάδοσης των κομμουνιστικών ιδεών ο εκρηκτικός αυτός επαναστάτης αλλά και το πώς αποφάσισε να έρθει σε συμβιβασμό με τη μεγαλοαστική οικογένειά του και να επιστρέψει στο οικογενειακό εργοστάσιο για να χρηματοδοτήσει τη συγγραφή του «Κεφαλαίου», προδίδοντας εν μέρει τα ιδανικά του και εγκαταλείποντας την έκλυτη ζωή που τόσο αγαπούσε.

Ο συγγραφέας καταγράφει το ταξίδι του Ενγκελς από το Βερολίνο στο Μάντσεστερ και από τη φιλοσοφία στην πολιτική οικονομία, με τις επιρροές του να αναλύονται σχολαστικά αλλά συνάμα ζουμερά: από τον Χέγκελ και τον Φόιερμπαχ στον Προυντόν και τους Χαρτιστές. Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ζωντανεύουν η πληθωρική προσωπικότητα του Ενγκελς, η συμμετοχή του στις επαναστάσεις του 1848, η εμμονή του με τη στρατιωτική ιστορία που του επέφερε την προσωνυμία «Στρατηγός». Αλλά και οι δύσκολες σχέσεις του με τους γονείς του, και η αναπάντεχη γνωριμία του με τη σύντροφο της ζωής του Μέρι Μπέρνς. Ηταν μια αναλφάβητη ιρλανδέζα κλωστοϋφαντουργός που έμελλε να γίνει η μούσα του, τον ξενάγησε στα άδυτα της αγγλικής εργατικής τάξης και τροφοδότησε με υλική πραγματικότητα την κομμουνιστική του θεώρηση. Ο Χαντ αναδεικνύει και την απόλυτη πίστη του Ενγκελς στην ιδιοφυΐα του Μαρξ καθώς και την αδιάκοπη χρηματοδότηση του τελευταίου αλλά και ολόκληρης της οικογένειάς του από τον ίδιο – σε βαθμό που ως άλλος Καλός Σαμαρείτης έφτασε μέχρι και να υιοθετήσει το νόθο παιδί του.

Παρ’ όλα αυτά, ο Χαντ αποφεύγει τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης και του εξωραϊσμού. Δεν παραλείπει π.χ. να αναφερθεί στις ρατσιστικές καταβολές του Ενγκελς, στη βαθιά σλαβοφοβία του και στο γεγονός πως πίστευε στη μη ιστορικότητα ορισμένων εθνών. Επίσης μαθαίνουμε πως ο Ενγκελς συχνά εξέφραζε την αφοσίωσή του στον Μαρξ μέσα από μια γενικότερη στάση «ιεροεξεταστή» και με ένα ξέφρενο κυνήγι ιδεολογικών «αιρέσεων», θέτοντας τρόπον τινά τα θεμέλια για τα επόμενα εκατόν πενήντα χρόνια διώξεων, καταγγελιών, διαγραφών, πολιτικών αποκλεισμών αλλά και πολυδιασπάσεων που χαρακτήρισαν έκτοτε την Αριστερά. Είναι όμως ο Ενγκελς υπεύθυνος για τον μελλοντικό δογματισμό που συνδέθηκε με το όνομά του; Οπως καταλήγει σωστά ο Χαντ, ούτε ο Ενγκελς ούτε και ο Μαρξ ευθύνονται για την πρακτική εφαρμογή των θεωριών τους, με την οποία έχουν ταυτιστεί από πολλούς.