Από το ναυάγιο του «Costa Concordia» αναδύονται χαρακτήρες τόσο οικείοι που αποτελούν σχεδόν στερεότυπα: ο καπετάνιος που είναι ύποπτος ότι εγκατέλειψε το πλοίο του, ο γενναίος καμαρότος που βοήθησε τους επιβάτες να σωθούν, το ζευγάρι που έκανε τον μήνα του μέλιτος και διασώθηκε από την καμπίνα του, οι δύο ηλικιωμένοι που παγιδεύτηκαν στο εστιατόριο και πέθαναν μαζί. Καθώς το πλοίο βυθιζόταν, επιβάτες και πλήρωμα επέδειξαν πανικό και στωικότητα, ηρωισμό και δειλία, ευγένεια και ρομαντισμό.

Πρόκειται για το καστ του «Τιτανικού» αναβαθμισμένο για έναν άλλον αιώνα αλλά αμέσως αναγνωρίσιμο. Οι δύο καταστροφές είναι φυσικά σε διαφορετικές κλίμακες – περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι χάθηκαν όταν το μεγάλο πλοίο βυθίστηκε στις 15 Απριλίου 1912. Ομως, όπως έγινε και με τον «Τιτανικό», σύμβολα και μύθοι αρχίζουν ήδη να μαζεύονται και να κολλούν σαν πεταλίδες γύρω από το ιταλικό κρουαζιερόπλοιο που ναυάγησε στα ανοικτά του νησιού Τζίλιο.

Ο σερ Οσμπερτ Σίτγουελ είδε τη βύθιση του «Τιτανικού» ως «ένα σύμβολο της επικείμενης μοίρας του δυτικού πολιτισμού». Καθώς η Ιταλία έπειτα από δεκαετίες ξέφρενων δαπανών βυθίζεται στο χρέος, την πολιτική αβεβαιότητα, την άγρια λιτότητα και μια εύθραυστη οικονομία, η εικόνα ενός ναυαγισμένου κρουαζιερόπλοιου, τρυπημένου κάτω από τα ίσαλά του, μοιάζει πολύ αρμόζουσα.

Σε μια χρονιά, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αποφασιστεί αν το ευρώ θα βυθιστεί ή θα επιπλεύσει, πρόκειται για μια τέλεια απεικόνιση της χρηματοπιστωτικής ασωτίας – ένα μεγάλο θαλάσσιο ανάκτορο, το μεγαλύτερο κρουαζιερόπλοιο της Ευρώπης όταν ναυπηγήθηκε το 2006 με κόστος σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια, κολλημένο στα βράχια.

Οπως το 1912, έτσι και τώρα μετά την καταστροφή έρχεται ένα κύμα κατηγοριών και ερωτημάτων: ήταν άραγε άλλη μια περίπτωση στην οποία η πολυτέλεια υποσκέλισε την ασφάλεια, η περίπτωση ενός θαλάσσιου μεγάλου ξενοδοχείου υπερφορτωμένου με τόσο πολλά καταστρώματα γεμάτα καμπίνες, εμπορικά κέντρα και πισίνες, ώστε όταν προσάραξε, απλώς ανατράπηκε; Το «Costa Concordia» μπορούσε να μεταφέρει διπλάσιους επιβάτες απ’ ό,τι ο «Τιτανικός». Αραγε η τεχνητή πείνα του ανθρώπου για απόλαυση και κέρδος συγκρούστηκαν για άλλη μια φορά με την ανελέητη φύση;

Οι καταστροφές έχουν έναν τρόπο να συμπυκνώνουν ιστορικά ορόσημα και, όπως ο «Τιτανικός» κατέληξε να αντιπροσωπεύει μια κορυφαία στιγμή της εδουαρδιανής εποχής, έτσι και το «Costa Concordia», όπως ο πρόδρομός του πριν από έναν αιώνα, μπορεί να καταλήξει να σηματοδοτεί τους δικούς μας καιρούς, τους γεμάτους αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα αμφιβολίες για τον εαυτό μας.

Ο «Τιτανικός» μπορεί να είναι η πιο διαρκής ιστορική μεταφορά που έχει υπάρξει ώς τώρα, ένας αβύθιστος, διαρκώς διευρυνόμενος μύθος. Το ναυάγιο μόλις που είχε «καθήσει» στον βυθό όταν γεμάτοι φρίκη παρατηρητές άρχιζαν να το περιβάλλουν με σημασία: ήταν η εκδίκηση του Θεού (ο επίσκοπος του Ουίντσεστερ), η έπαρση του Ανθρώπου, η ύβρις της ναυπήγησης ενός πλοίου υπερβολικά μεγάλου για να παρακάμψει ένα παγόβουνο, μια ιστορία ανικανότητας, αμέλειας και ελαττωματικού σχεδιασμού.

Για μερικούς η καταστροφή αντιπροσώπευε την αλαζονεία της ισχύος. Για άλλους έγινε μια παραβολή για τη διαίρεση των τάξεων – βρήκαν το θάνατο το 40% των επιβατών της πρώτης θέσης και το 75% των επιβατών της τρίτης θέσης – και το χάσμα ανάμεσα στους λίγους πλουσίους και τους πολλούς φτωχούς. Ο Τζακ Αστορ πέθανε με 4.000 δολάρια στην τσέπη του, που ήταν ψιλά γι’ αυτόν, έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ο έλληνας μετανάστης Βασίλης Καταβέλος πνίγηκε έχοντας στην τσέπη του 10 σεντς και ένα σιδηροδρομικό εισιτήριο.

Η αντίδραση του Ουίνστον Τσόρτσιλ ήταν αντιπροσωπευτική μιας κοινωνίας εμποτισμένης με προκαταλήψεις περί του βρετανικού ιπποτισμού και αυτοθυσίας. «Η αυστηρή τήρηση των σπουδαίων παραδόσεων της θάλασσας προς τις γυναίκες και τα παιδιά περιποιεί τιμή στον πολιτισμό μας», δήλωσε.

Ομως ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο γρήγορα διέλυσε αυτή τη φαντασία, καταδικάζοντας μια «έκρηξη εξοργιστικών ρομαντικών ψεμάτων» μετά το ναυάγιο και μια ρομαντική, εντελώς μη ρεαλιστική αφήγηση που υπέθετε πως «όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τον θάνατο χωρίς να ριγούν» (δεν συνέβη), πως ο καπετάνιος πρέπει να είναι ήρωας (δεν ήταν) και πως η ορχήστρα πρέπει να παίζει το «Πιο κοντά σε Σένα, Θεέ μου» (δεν το έκανε, προτίμησε κομμάτια ραγκτάιμ επειδή ήταν λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν ανησυχία και απελπισία).

Επί 100 χρόνια η κυρίαρχη συμβολική σημασία του «Τιτανικού» διερευνήθηκε, συζητήθηκε και εξευγενίστηκε, με κάθε χαρακτήρα να αποκτά έναν ρόλο ως υπόδειγμα αρπακτικού καπιταλισμού, απελπισμένης γενναιότητας, απληστίας, έρωτα, πλούτου, φτώχειας, αντισημιτισμού ή της απερίσκεπτης ορμής για μεγαλύτερα κέρδη και μεγαλύτερη ταχύτητα. Αργότερα ωστόσο οι ερευνητές επικεντρώθηκαν περισσότερο σε ατομικές ιστορίες, στην ανθρώπινη συμπεριφορά σε ακραίες συνθήκες, χωρίς να προσπαθούν να τις εντάξουν σε ένα συμβολικό πλαίσιο.

Επεισόδια όπως η βύθιση του «Τιτανικού» και το ναυάγιο του «Costa Concordia» κατακυριεύουν αμέσως τη φαντασία μας και συνεχίζουν να γοητεύουν. Καθώς ο «Τιτανικός» βυθιζόταν, προσφέρθηκε στον Ιζιντορ Στράους, συνιδιοκτήτη του καταστήματος Macy’s, μια θέση σε σωστική λέμβο δίπλα στη σύζυγό του Αΐντα. Οταν εκείνος την αρνήθηκε, εκείνη επέστρεψε στο κατάστρωμα και πνίγηκαν μαζί. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος της White Star Line, ο Τζ. Μπρους Ισμαϊ, γλιστρούσε απαρατήρητος σε μια λέμβο.

Πάνω στο «Costa Concordia», ο αρχικαμαρότος Μάρικο Τζαμπετρόνι εργάστηκε για να σώσει άλλους μέχρι που παγιδεύτηκε ο ίδιος. Ο πλοίαρχος Φραντσέσκο Σκετίνο φέρεται ότι εγκατέλειψε το πλοίο ενώ 230 άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη μέσα σε αυτό.

Το 1912, ο Τζ. Κ. Τσέστερτον ήταν μεταξύ αυτών που επεδίωξαν να αποδώσουν μια ευρύτερη σημασία στη βύθιση του «Τιτανικού», συγκρίνοντας το «σύγχρονο κράτος» με αυτό το υποτίθεται αβύθιστο πλοίο – αμφότερα καταδικασμένα από «τη δύναμη και την αδυναμία, την ασφάλεια και την ανασφάλειά τους».

Είναι δελεαστικό να δει κανείς το «Costa Concordia» σαν έναν παρόμοιο προάγγελο αλλαγής, μια προειδοποίηση και μια τιμωρία, ένα σύμβολο της εμμονής της εποχής μας με την ταχύτητα, το μέγεθος και την πολυτέλεια. Πρόκειται όμως στην ουσία για μια ανθρώπινη ιστορία, για ένα δυστύχημα που θέτει τα ίδια απλά και αιώνια ερωτήματα έναν αιώνα μετά: θα παραμείνεις άραγε στο κατάστρωμα, βοηθώντας άλλους να βρουν την ασφάλεια, ακούγοντας ήρεμα ενώ η ορχήστρα παίζει, ή θα γλιστρήσεις στη σωσίβια λέμβο;