«Για όσους από εμάς έχουμε βουλιάξει τόσο βαθιά στον κυνισμό ώστε δυσκολευόμαστε να σηκωθούμε το πρωί και να αντικρίσουμε μια καινούργια ημέρα, η σειρά «Downton Abbey» προσφέρει «μια απρόσμενη ευωχία» είχε γράψει ο Βρετανός Σάιμον Χέφερ της πλέον χολερικής πένας της κριτικής, προσθέτοντας τον δικό του ύμνο στον μακρύ κατάλογο των ενθουσιωδών κριτικών που υποδέχθηκαν την αριστουργηματική βρετανική σειρά.

Πριν βραβευθεί με έξι Emmy και με τη Χρυσή Σφαίρα το «Downton Abbey» είχε κερδίσει μια θέση στο Γκίνες σαν η μοναδική σειρά όλων των εποχών που έτυχε πλήρους αποδοχής από την παγκόσμια κριτική. Ακόμη και οι Γάλλοι που δεν απέφυγαν τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «εξωφρενικά βρετανική» – και είναι ακριβώς αυτό – παραδέχθηκαν ότι πρόκειται για ένα κομψοτέχνημα, την καλύτερη βρετανική παραγωγή από την εποχή της «Επιστροφής στο Μπράιντσχεντ» (που είχε σκηνοθετήσει για τον κινηματογράφο ο πολύ τηλεοπτικός ώς τότε Τζούλιαν Τζάρολντ). Οσο για τους Αμερικανούς, με 6 εκατομμύρια τηλεθεατές σε κάθε επεισόδιο αποδεικνύουν ότι τα ατμοσφαιρικά, βρετανικά δράματα τους συγκινούν όσο και τα σκληρά, πολιτικά θρίλερ όπως το δικό τους «Homelan».

Κι όμως, ως προς τη δομή του το «Downton Abbey» είναι ένα σαπουνοπερικό δράμα. Πρόκειται για την αφήγηση της ιστορίας μιας μεγάλης (εντελώς φανταστικής) οικογένειας της βρετανικής αριστοκρατίας, των Κρόλεϊ και παράλληλα της ιστορίας του υπηρετικού τους προσωπικού. Καθώς δε η δράση τοποθετείται κυρίως σε δύο χώρους, το σαλόνι και την τραπεζαρία των Κρόλεϊ από τη μια και την αίθουσα όπου συγκεντρώνεται το προσωπικό τους από την άλλη (αν και υπάρχουν έξοχα εξωτερικά γυρίσματα), στις βασικές της αρχές η σειρά ανήκει στην ίδια κατηγορία με το αλήστου μνήμης για τους Βρετανούς και ιστορικό για τους κριτικούς τηλεόρασης «Upstairs – Downstairs». Κάποιοι κριτικοί δε συνέκριναν τη σειρά και με το αργόσυρτο και επίσης εξωφρενικά βρετανικό «Cοronation street», που ξετρέλανε 4 γενιές Βρετανών. Ωστόσο, η σεναριακή πένα του οσκαρικού συγγραφέα και ηθοποιού Τζούλιαν Φέλοους έχει μετατρέψει το συμβατικό τηλεοπτικό τελετουργικό σε αφορμή για μια συναρπαστική ανατομία των δύο διαφορετικών βρετανικών τάξεων (αριστοκρατών και υπηρετών) στην εδουαρδιανή, προπολεμική Βρετανία.

Και δεν μπορέσαμε να μη ζηλέψουμε τη σημασία ώς την πιο μικρή λεπτομέρεια του κάθε πλάνου, του κάθε κοστουμιού, του κάθε ρόλου, του κάθε διαλόγου. Τέτοια παγκόσμια αναγνώριση δεν είναι τυχαία, ίσως όχι τόσο για το στόρι, μάλλον γραμμικό με την ερωτική ιστορία μεταξύ του Μάθιου και της Μέρι – τρίτα ξαδέλφια – πολύ ρομαντική, παθιασμένη, πλην αναμενόμενη, αλλά για την ποιότητα αυτή καθαυτή των εικόνων. Περίπου 1 εκατ. στερλίνες για κάθε επεισόδιο είναι πάρα πολλά χρήματα ακόμη και για τους Βρετανούς.

Είναι αλήθεια, δε, ότι δεν είναι ούτε η μαγευτική ατμόσφαιρα της βρετανικής εξοχής, ούτε του επιβλητικού και έξοχα διακοσμημένου αρχοντικού και των υπέροχων κοστουμιών, όλα στοιχεία στα οποία έχουν αποδειχθεί μαέστροι του στυλ οι Βρετανοί, αλλά οι λεπτομέρειες εκείνες που κάνουν τη διαφορά και ανέδειξαν τη σειρά σε υποδειγματική. Για παράδειγμα ο συγγραφέας έκανε ειδική μελέτη ώστε η γλώσσα που μιλούν οι ηθοποιοί να είναι τα αγγλικά των αρχών του 20ού αιώνα.

Η υπόθεση αρχίζει περίπου δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1912). Εξοχες οι ερμηνείες, με εκείνη της εμβληματικής Μάγκι Σμιθ στον ρόλο της υστερικής κοντέσας του Γκράνταμ και μητέρας του πάτερ φαμίλια λόρδου Ρόμπερτ Κρόλεϊ (Χιου Μπόνεβιλ), να δίνει σε κάθε πλάνο ένα μικρό, ξεχωριστό ρεσιτάλ με τις σπασμωδικές εκφράσεις που αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά της, τις εύγλωττες σιωπές της και το απαράμιλλο ύφος της.

Πάντως αυτό που έχει σημασία είναι ότι σειρές όπως αυτή έφεραν το κοινό πίσω στην τηλεόραση. Σε όλες τις χώρες σχεδόν – πλην της δικής μας, όπως κάθε φορά επισημαίνουμε πικρά – η τηλεοπτική παραγωγή βρίσκεται σε οργασμό. Ο ίδιος ο πολύς Ζαν-Λικ Γκοντάρ και ο Αλμοδόβαρ δηλώνουν φανατικοί του ιδιόρρυθμου «Dr House». Η τηλεόραση των ριάλιτι που επικρίθηκε από όλους δείχνει να μην αφορά πλέον κανένα.