Η μαζική υποβάθμιση της πιστοληπτικής βαθμολογίας της ευρωζώνης από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s πέρασε μάλλον απαρατήρητη στη χώρα μας μέσα στην αγωνία για το PSI και τις εσωκομματικές εξελίξεις. Κακώς. Γιατί, περισσότερο από το ίδιο το γεγονός, σημασία έχει τι αποκαλύπτει και τι προετοιμάζει.

Η S&P προέβη σε επαναξιολόγηση όλων των κρατών, πλην της «εκτός κατηγορίας» Ελλάδας. Αφησε ανέγγιχτες 7 χώρες (Γερμανία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία από τις χώρες του ΑΑΑ, Βέλγιο, Εσθονία και Ιρλανδία), υποβάθμισε κατά μία μονάδα 5 χώρες (Γαλλία και Αυστρία που έχασαν έτσι το ΑΑΑ τους, Μάλτα, Σλοβακία και Σλοβενία) και κατά δύο μονάδες 4 χώρες (Ισπανία που πήγε στο σκέτο Α και Ιταλία, Πορτογαλία, Κύπρο που εισήλθαν στο πεδίο του Β, κοντύτερα πλέον στην ελληνική ουρά παρά στη γερμανική οροφή). Δεκατέσσερις μάλιστα από τις 16 χώρες, όλες πλην Γερμανίας και Σλοβακίας, έχουν και αρνητική πρόβλεψη, διαθέτουν δηλαδή, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους αξιολογητές, τουλάχιστον 1 στις 3 πιθανότητες να υποβαθμιστούν περαιτέρω. Με αυτά τα νούμερα, η S&P είναι σαν να λέει ότι: α) όχι μόνο στην ευρωζώνη αλλά και εντός της «πρώτης εθνικής» η Γερμανία είναι μια ομάδα μόνη της, β) μεταξύ των μνημονιακών χωρών, η μόνη που διασώζεται είναι η Ιρλανδία, γ) η Ιταλία χάνεται παρά τη φιλοτιμία της (ή εξαιτίας της), δ) το EFSF, δηλαδή ο συνολικός «ευρωπαϊκός μηχανισμός βοήθειας», γλιτώνει προσωρινά την υποβάθμιση, λόγω ΕΚΤ και Γερμανίας, αλλά δεν θα μείνει αλώβητος αν είτε δεν αυξηθούν σημαντικά οι πόροι του (που δεν το θέλει η Γερμανία) είτε δεν βελτιωθούν σημαντικά οι εγγυήσεις (που δεν το μπορούν πια ούτε οι άλλες χώρες ούτε η ΕΚΤ). Με δυο λόγια: μπρος γκρεμός.

Είναι όμως έτσι; Είναι αυτή μια πραγματικότητα ή μήπως η διαμόρφωσή της, μια αυτο-εκπληρούμενη αρνητική προφητεία, που παίζει με την πραγματικότητα για να προσδώσει ισχύ και κέρδη σε κάποιους; Είναι αλήθεια ότι οι οίκοι δεν δημιούργησαν την κρίση και δεν λαθεύουν όταν, σήμερα, δεν βλέπουν το τέλος της. Είναι όμως επίσης αναντίρρητο, για όποιον τουλάχιστον δεν βλέπει τον κόσμο σαν μια τεράστια κερδοσκοπική σκακιέρα, ότι δημιουργούν εντυπώσεις, βασισμένες πάνω σε αμφισβητούμενα και πάντως ανοιχτά και σε άλλες ερμηνείες στοιχεία. Εντυπώσεις που κινούν τα πράγματα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όχι αναγκαστικά συμβατή με τις διακηρύξεις αλλά και τις πράξεις των νομιμοποιημένων κέντρων εξουσίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι καταλυτική σημασία, τόσο στο ευρωπαϊκό επίπεδο (με περαιτέρω εξασθένησή της έναντι της Γερμανίας) όσο και στο εσωτερικό μέτωπο (ενόψει των προεδρικών εκλογών του Απριλίου), έχει η απώλεια του τριπλού Α από τη Γαλλία, παρ’ όλο που έγινε μόνο από έναν στους τρεις (αγγλοσαξονικούς) οίκους και παρ’ όλο που ρητά αποδίδεται περισσότερο στην πορεία της ευρωζώνης, και στον κεντρικό ρόλο της Γαλλίας σε αυτή, παρά στη γαλλική οικονομία. Οι οίκοι κάνουν πολιτική, διαστρεβλώνοντας την πραγματική πολιτική. Σηκώνουν την πινακίδα «δεν υπάρχει ελπίς» για την Ευρώπη την ώρα που η Ευρώπη επιχειρεί, αργά, άτσαλα, ατελώς αλλά σαφώς, να βάλει μια θεσμική και δημοσιονομική τάξη και να χαράξει μια κατεύθυνση για το μέλλον. Το κάνουν πάνω σε ένα καθαρά πολιτικό σκεπτικό που οι ίδιοι φροντίζουν να υπονομεύουν: έχει δίκιο η S&P όταν λέει ότι η ρίζα της κρίσης δεν είναι τόσο η «δημοσιονομική χαλαρότητα» της περιφέρειας της ευρωζώνης όσο οι «βαθιές ανταγωνιστικές ανισότητες κέντρου και περιφέρειας». Ομως αυτές γιγαντώνονται με τη συγκρότηση της «Ευρώπης των Αγορών», δηλαδή της εμπιστοσύνης μόνο στη Γερμανία.

Είναι προφανές ότι η κρίση δεν ξεπερνιέται με τη βαθμολόγηση των προβάτων από τους λύκους. Και το πρώτο βήμα συνειδητοποίησης, παράλληλα με τη θεσμική και πολιτική ενοποίηση, δεν μπορεί να είναι άλλο από τη δημιουργία ενός πραγματικά ανεξάρτητου και δημοσίου συμφέροντος ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

www.botopoulos.gr