Ενα κορίτσι με το κοινό όνομα Μάργκαρετ, θυγατέρα μπακάλη, παρέα με έναν ατάλαντο αμερικανό ηθοποιό, τον Ρίγκαν, οι δύο ηγέτες που εκτός των άλλων κατάφεραν το ακατόρθωτο: να γκρεμίσουν τη Σοβιετική Ενωση και περίπου το μισό ημισφαίριο με το προσωνύμιο «υπαρκτός σοσιαλισμός».

Επομένως, όποιος πιστεύει ότι η Μάργκαρετ Ρόμπερτς Θάτσερ ήταν μια ασήμαντη νοικοκυρούλα πλανάται πλάνην επικών διαστάσεων. Το 1943 αυτή η κόρη μπακάλη από το Γκράνθαμ (σαν να λέμε τον Πύργο της Ηλείας) καταφέρνει να δρασκελίσει το κατώφλι της Οξφόρδης στο τμήμα Χημείας με ειδικότητα την Κρυσταλλογραφία. Και το 1950, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, αποφασίζει να αναμετρηθεί με τους πανίσχυρους της περιοχής Εργατικούς. Χάνει, αλλά έπειτα από εννέα χρόνια θα επανέλθει και θα κερδίσει με σαρωτική πλειοψηφία. Ετσι, το 1959 με μια φούστα μήκους θεούσας καταλήγει σαν τη μύγα μες στο γάλα, στριμωγμένη από πλήθος κοστούμια στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Και όμως εκείνη, και όχι οι άνδρες, φορούσε παντελόνια.

Είχε ήδη παντρευτεί, από το 1951, είχε ήδη δύο παιδιά, τα δίδυμα Κάρολ και Μαρκ, και ο χαρακτήρας της είχε ήδη προσδιοριστεί από τον σύζυγό της Ντένις Θάτσερ: «Δεν είναι το καθήκον για τη χώρα σου που σε έχει απομακρύνει από την οικογένεια αλλά η απροσμέτρητη φιλοδοξία σου». Η Θάτσερ, ο απόλυτος ορισμός του μείγματος φιλοδοξία – αποφασιστικότητα – δυναμισμός. Η μπουλντόζα είναι γένους θηλυκού. Ετσι, με την ηγεσία του Εντουαρντ Χιθ βγάζει τα πρώτα μαχαίρια εναντίον κράτους πρόνοιας, συνδικάτων, εργασιακών σχέσεων και κρατικοποιήσεων. Δεν καταλάβαινε Χριστό η κυριούλα. «Με αυτά τα μέτρα που παίρνετε», έλεγε το 1966 για τους Εργατικούς, «οδηγείτε τη χώρα στον κομμουνισμό». Ανέκδοτο; Ναι, αλλά πες πες, όλο και κάτι θα μείνει στο τέλος.

Η πρώτη αναμέτρηση συντελείται όταν ήταν υπουργός Παιδείας (1970-74). Αρπάζει ψαλίδι και κόβει τη δωρεάν παροχή γάλακτος σε μαθητές ηλικίας από επτά έως εννέα ετών. «Μάργκαρετ Θάτσερ Milk Snatcher» (άρπαγας γάλακτος). Εκείνη την εποχή, βλέποντας το κόμμα της να δειλιάζει στην αναμέτρηση με τους ανθρακωρύχους, παίρνει φόρα και αφού πρώτα πρωτοστατήσει στην αποκαθήλωση του Χιθ, στη συνέχεια βάζει υποψηφιότητα για την προεδρία των Συντηρητικών. Ηδη είχε αποστηθίσει τις αρχές του Ραλφ Χάρις και του Αρθουρ Σέλντον – μέντορες του επερχόμενου κύματος του νεοφιλελευθερισμού. Με απλά λόγια, το πνεύμα του Φρίντμαν είχε εγκατασταθεί σε κάθε κύτταρό της.

Αυτό ήταν. Οταν το 1979 εισβάλλει στη θρυλική 10 Ντάουνινγκ Στριτ ως πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας (αλλά και της Ευρώπης) αντί για κραγιόν από την τσαντούλα της βγάζει πυραύλους. Τον πρώτο τον ρίχνει στους ανθρακωρύχους. Η αναμέτρηση καταλήγει σε μαζική απεργία, τα ποσοστά της κατρακυλάνε στο χαμηλότερο 22%, αλλά εκείνη τίποτα. Αποτέλεσμα; Υφεση μεγαλύτερη από το 1931 και ανεργία μεγαλύτερη από το 1935. Πανωλεθρία. Τον δεύτερο τον εκτοξεύει εναντίον της ΕΣΣΔ λέγοντας ότι «οι Σοβιετικοί πρώτα βάζουν τα όπλα και μετά το βούτυρο, ενώ εμείς οι Δυτικοί βάζουμε όλα τ’ άλλα πρώτα και στο τέλος τα όπλα». Ετσι, κερδίζει από την «Κράσνα για Σβεντά», τουτέστιν το «Κόκκινο Αστέρι», όργανο του Στρατού, τον χαρακτηρισμό «Iron Lady» (Σιδηρά Κυρία). Ο τρίτος πύραυλος ήταν πραγματικός. Σε μια εποχή όπου το Λονδίνο είχε τυλιχτεί στις φλόγες από οργισμένα πλήθη ανέργων και φοιτητών, αρπάζει την ευκαιρία που της χάρισε η χούντα της Αργεντινής και στις 2 Απριλίου 1982 διατάσσει μαζική επίθεση εναντίον της αρμάδας του Βιντέλα. «Μα τα Nησιά Φόκλαντ είναι χιλιάδες μίλια μακριά και δεν έχουν την παραμικρή σημασία για εσάς», έλεγαν ακόμη και αμερικανοί αξιωματούχοι. Τίποτα η Μάγκι. Ετσι κερδίζει τον πόλεμο, και έτσι ανορθώνεται το απολεσθέν κύρος της Βρετανίας. Κάτι σαν εικονική πραγματικότητα. Αποτέλεσμα; Επανεκλέγεται θριαμβευτικά και στη συνέχεια, με τον τρίτο θρίαμβό της το 1987, η μπουλντόζα ολοκληρώνει τον σκοπό της. Τα συνδικάτα διαλύονται. Οι εργασιακές σχέσεις γκρεμίζονται. Οι αποκρατικοποιήσεις γενικεύονται. Η Βρετανία μεταμορφώνεται.

Ολα αυτά μέσα σε 11 χρόνια, από το 1979 έως το 1990. Γιατί ήταν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εναντίον των αντιποίνων στο ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής. Εναντίον ακόμη και του συναινετικού διαζυγίου. Εναντίον της ένωσης των δύο Γερμανιών. Και υπέρ των Ερυθρών Χμερ (μάλιστα είχε στείλει στρατιωτικούς συμβούλους να τους εκπαιδεύουν, ώστε να πολεμήσουν και να ταπεινώσουν τους Βιετναμέζους). Και φυσικά υπέρ του Γκορμπατσόφ, για τον οποίο είχε πει: «Επιτέλους, κάποιος από την ΕΣΣΔ με τον οποίο μπορούμε να κάνουμε μπίζνες». Δεν πρόλαβε. Δεν πειράζει. Αυτό που ήθελε το έκανε. Ολα τα πήρε, όλα τα γκρέμισε. Και μια νέα, αποβιομηχανοποιημένη Αγγλία υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ανεξέλεγκτων πολυεθνικών και εικονικών οικονομιών ορθώθηκε επάνω στα ερείπια των καλών, Εργατικών καιρών.

Τώρα, μόνη και έρημη. Ο Ντένις από το 2003 στα θυμαράκια και ο γιος της ο Μαρκ στην Αυστραλία. Πού και πού την επισκέπτεται η κόρη της, η Κάρολ. Από καιρό τώρα πάσχει από άνοια. Τώρα χωρίς πυραύλους και χωρίς εξουσία. Τώρα ίσως να μετανοεί. Γιατί «εσύ δεν είσαι μάνα αλλά τέρας», της είχαν πει. Τώρα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις!

Στην οθόνη

Και περνάμε στην ταινία της Φιλίντα Λόιντ. Η πρόθεσή της ορατή και πονηρή. Να καταφέρει το αδιανόητο: και την πίτα ολάκαιρη και τον σκύλο χορτάτο. Λάθος. Ετσι κατάφερε να αποσπάσει δυσάρεστα σχόλια απ’ όλους. Από τους βρετανούς κριτικούς γιατί η ταινία είναι ρηχή. Από τους Εργατικούς γιατί το πορτρέτο της Θάτσερ είναι κάτι σαν αγιογραφία. Αλλά και από τον Ντέιβιντ Κάμερον, τον Πρωθυπουργό και πρόεδρο των Συντηρητικών, που κατηγόρησε τους παραγωγούς για άκομψη συμπεριφορά σε μια ζωντανή μοναχική γυναίκα που πάσχει από άνοια βαριά.Προκειμένου λοιπόν η Φιλίντα να προσπεράσει τα δυσάρεστα και αντιλαϊκά, κατέφυγε κυρίως στα προσωπικά, τα δακρύβρεχτα και μελοδραματικά. Η Μάγκι σήμερα εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους. Να αναπολεί τα παλιά. Παρέα με το φάντασμα του Ντένις Θάτσερ. Δηλαδή σε γκρίζο φόντο η Μέριλ Στριπ σε βαθιά γεράματα με συγκρατημένα δάκρυα. Πειστική. Με ένα πρώτης τάξεως μέικ απ. Αυτή η Σιδηρά Κυρία είναι μια μεγάλη καρδιά και το μοναδικό πράγμα που επιθυμεί είναι να βρει και να πέσει σε μια τεράστια αγκαλιά.

Το ένα τρίτο της αφήγησης καταναλώνεται μέσα σ’ ένα διαμέρισμα απέριττο, μουντό. Που από τους τοίχους του αναμεταδίδονται οι ψίθυροι της κόρης της, της νοσοκόμου και του γιατρού. Εκείνη κρυφακούει και στη συνέχεια αρνείται να παραδώσει για φιλανθρωπικό σκοπό τα ρούχα και τα παπούτσια του αγαπημένου της Ντένις (Τζιμ Μπρόουμπεντ). Αρνείται να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της επερχόμενης κατάληξης που επιφυλάσσει ο χρόνος, η φύση, ο Θεός σε κάθε κοινό θνητό. Οπως έγραψε σωστά ο «Guardian», «η Θάτσερ χωρίς θατσερισμό». Χωρίς ψαλίδια περικοπών κοινωνικών παροχών. Χωρίς «βόμβες» εναντίον ανθρακωρύχων. Χωρίς πυραύλους εναντίον Αργεντινών για τα Νησιά Φόκλαντ. Η μοναξιά, τα γηρατειά και ο φόβος του θανάτου έχουν μεταμορφώσει σε Αγγελο τον… Σατανά. Μέσα σε αυτό το νοσταλγικό, μελαγχολικό κάδρο ταιριάζουν γάντι τα πρώτα φοιτητικά της χρόνια. Η γνωριμία της και ο γάμος της με τον Ντένις Θάτσερ το 1951. Το άλμπουμ φωτογραφιών με τα δίδυμα παιδιά της, την Κάρολ και τον Μαρκ. Η λατρεία της για το μιούζικαλ «Ο βασιλιάς κι εγώ» («The King and I») με τον Γιουλ Μπρίνερ. Τότε, όταν ο Ντένις μέσα στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας χάιδεψε με θαλπωρή το κοριτσίστικο χεράκι της. Το πρώτο και μοναδικό ερωτικό φτερούγισμα μιας αγνής παρθένου από την αγγλική επαρχία. Θυγατέρας αξιοπρεπούς μπακάλη που πίστευε στις προσωπικές δυνάμεις του καθενός. «Να τους βοηθήσουμε, αλλά και εκείνοι πρέπει να αποδείξουν ότι αξίζουν. Μην προσποιούμαστε ότι όλοι είμαστε ίσοι. Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του και τις δυνάμεις του». Μπορεί να διαφωνήσει κανείς με μια τέτοια βασική αρχή; Οχι. Ακόμη και αν είσαι κομμουνιστής.