Πώς διαχειρίζεται η ταινία την πολιτική της Θάτσερ; Η σκηνοθέτις σκέφτηκε και κατέληξε ως εξής: Οι λαϊκές επιθέσεις, οι διαμαρτυρίες, οι φλόγες που τύλιξαν το Λονδίνο, η αχαλίνωτη βία της Αστυνομίας, η απεργία των ανθρακωρύχων, ο πόλεμος στα Φόκλαντ, όλες αυτές οι καταλυτικές για την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στιγμές θα κινηματογραφηθούν με την ταχύτητα του βιντεοκλίπ. Στα γρήγορα δηλαδή. Σαν να κάνεις fast forward σε DVD. Ετσι και στην πολιτική αυτό που μένει και γράφει είναι ο χαρακτήρας μιας γυναίκας με όραμα ριζοσπαστικό. Που αρνείται να υποκλιθεί «στους σφυγμούς της δημοσιότητας» (εννοώντας τους στενούς συνεργάτες της). Που δεν είναι «δειλή, όπως αυτοί οι αριστεροί» (εννοώντας τους Εργατικούς). Που αρνείται «να διαπραγματευθεί με εγκληματίες και απατεώνες» (εννοώντας τη χούντα του Βιντέλα στον πόλεμο των Φόκλαντ). Μια θαρραλέα πολιτικός που πίστευε ότι «με τις σκληρές αποφάσεις που θα πάρω θα με μισήσει ο λαός, αλλά οι επόμενες γενιές θα με ευγνωμονούν». Ετσι, προκειμένου να ζήσει «ο ασθενής πρέπει να του χορηγήσω σκληρό φάρμακο» (εννοώντας τα συνδικάτα και τις εργασιακές σχέσεις, με αποτέλεσμα να στείλει στην ανεργία και στην πείνα 3,3 εκατομμύρια Βρετανούς). «Δεν θα διστάσουμε, δεν θα υποχωρήσουμε». Το είχε πει στον Ντένις από την αρχή: «Μην περιμένεις να παντρευτείς νοικοκυρά που θα ασχολείται με την μπουγάδα. Η ζωή μας, Ντένις, πρέπει να έχει νόημα». Και είχε. Τόσο μεγάλο όσο η καταστροφή και ακόμη μεγαλύτερο όσο ο νεοφιλελευθερισμός! Επομένως, αμφιλεγόμενη ως πολιτικός η Θάτσερ. Αλλά η καρδιά της σαν μικρού παιδιού. Οπως θα έλεγε και ένα από τα θύματά της με χιούμορ βρετανικό, «για όλα φταίει ο Ντένις ο τρομερός. Αντί να την περιορίσει στην μπουγάδα, την άφησε ασύδοτη να εκτονωθεί μπουγαδιάζοντας τον φτωχό λαό».