Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστούν τα πραγματικά γεγονότα σχετικά με την είσοδο της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), και να καταστεί έτσι δυνατή μια καλύτερη κατανόηση του «ελληνικού προβλήματος» σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου οι σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν διαταραχθεί. Στη διάρκεια συνέντευξής του στο τηλεοπτικό δίκτυο TF1 ο Νικολά Σαρκοζί, ο Πρόεδρος της Γαλλίας, χαρακτήρισε «ψευδή» τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε η Ελλάδα για την είσοδό της στην ΟΝΕ. Δήλωσε μάλιστα ότι η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη ήταν ένα «σφάλμα» που διαπράχθηκε από τις κυβερνήσεις της εποχής, των οποίων ο ίδιος δεν ήταν μέλος.

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τα κριτήρια ένταξης καθορίζονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και αφορούν το δημοσιονομικό έλλειμμα (κατώτερο του 3% του ΑΕΠ), τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η εκπλήρωσή τους πιστοποιείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ η απόφαση για την ένταξη λαμβάνεται από τους υπουργούς Οικονομικών στο Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη με βάση τις επιδόσεις της όπως αξιολογήθηκαν το 1999. Το 2004, μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση την οποία συγκρότησε η Νέα Δημοκρατία προχώρησε σε αναδρομική αλλαγή των κανόνων που ίσχυαν για την καταγραφή των στρατιωτικών δαπανών: η καταγραφή των δαπανών αυτών μεταφέρθηκε από την ημερομηνία παράδοσης των οπλικών συστημάτων – όπως ήταν ο κανόνας στις ευρωπαϊκές χώρες – στην ημερομηνία παραγγελίας. Κατά συνέπεια, σημαντικά ποσά, που έπρεπε να περιλαμβάνονται στους προϋπολογισμούς που συντάχθηκαν μετά το 2004, καταγράφηκαν ως δαπάνες της προηγούμενης περιόδου διογκώνοντας τα ελλείμματά της.

Εχουμε επανειλημμένως καταγγείλει αυτή την απάτη, η οποία υπαγορεύτηκε από μικροκομματικές σκοπιμότητες. Είναι λυπηρό που ο κ. Σαρκοζί υιοθετεί αυτή την ιδέα, εκτός αν αμφισβητεί την ακεραιότητα των υπηρεσιών της Κομισιόν και της ΕΚΤ. Επιπλέον, παρέλειψε να επισημάνει μια λεπτομέρεια αποκαλυπτική της κακοπιστίας που χαρακτηρίζει αυτή τη συζήτηση: το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας κατά την είσοδό της το 1997 (που εκτιμήθηκε στο 3,3% του ΑΕΠ) ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας (3,1%). Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η εμμονή με τα στατιστικά στοιχεία θα δώσει εν τέλει τη θέση της σε έναν πιο ώριμο συλλογισμό, επικεντρωμένο στις συνθήκες που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συνύπαρξης στους κόλπους της νομισματικής ένωσης χωρών με άνισα επίπεδα ανάπτυξης. Μοιάζει να είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχιση του ευρωπαϊκού σχεδίου.