Στην «Ορέστεια» του Δημήτρη Λιγνάδη, που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το 2005, ξεχώριζαν τα μακριά αμπέχονα του Χορού. Στην επιδαύρια «Ηλέκτρα» του Πέτερ Στάιν, το 2007, το μακρύ πράσινο φόρεμα της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη – Κλυταιμνήστρας και το μαύρο t-shirt του Αποστόλη Τότσικα – Ορέστη. Στην «Πενθεσίλεια» (2002) του ίδιου σκηνοθέτη το μεγάλης έκτασης επίπεδο, από μαύρο χορτάρι, σαν καμένη γη ύστερα από πόλεμο. Και τα κόκκινα τριαντάφυλλα που πέφτουν στο τελικό σκηνικό δίνοντας την αίσθηση του απελπισμένου έρωτα. Παρεμβάσεις του σκηνογράφου, που θεωρήθηκαν ισότιμες της σκηνοθετικής και, πάντως, αναπόσπαστες της συλλογικής δουλειάς. Οι παραπάνω παραστάσεις είναι μόνο τρεις σταθμοί από την πρόσφατη σκηνογραφική παραγωγή του Διονύση Φωτόπουλου, την οποία «αφηγείται» ο τόμος «Σκηνικά – Κοστούμια 3» του Μουσείου Μπενάκη. Η έκδοση με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την περίοδο 1996-2008 έρχεται να προστεθεί στις δύο προηγούμενες (και σχεδόν εξαντλημένες από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Η διαδρομή ξεκινά με τους δύο «Οιδίποδες» του Πίτερ Χολ στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου και ολοκληρώνεται με τις «Βάκχες» του Θωμά Μοσχόπουλου στο Ελληνικό Φεστιβάλ, το 2008. Στο μεσοδιάστημα χωράνε 22 θεατρικές παραστάσεις, 4 παραστάσεις χοροθεάτρου και 4 κινηματογραφικές ταινίες («Βυσσινόκηπος» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» και «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Η σκόνη του χρόνου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου). Ενα μικρό δείγμα, δηλαδή, από τις 400 παραστάσεις και τα 40 φιλμ που έχει επιμεληθεί από το 1967 έως σήμερα.

Ο Δ. Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1943 στην Καλαμάτα και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μαθητής του Γιάννη Τσαρούχη, συνδέθηκε φιλικά, μεταξύ άλλων, με τους Πέτερ Στάιν, Γ. Μόραλη, Ν. Εγγονόπουλο, Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Ελλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Χειμωνά. Τα δεκατέσσερα σημειώματα στενών συνεργατών του στο τελευταίο μέρος του τόμου υπενθυμίζουν τις εκλεκτικές συγγένειες με ανθρώπους του θεάτρου, λογοτέχνες και ζωγράφους, ενώ μια ανθολογία κειμένων από τεχνοκριτικούς εστιάζουν στο έργο του. «Ξέρω ότι εργάζεται πολύ και συνεχώς», γράφει ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας. «Ξέρω ποια έχει σαν ιδεώδη πρότυπα στον νου του, αλλά φαίνεται πως είναι ανεξάντλητα. Αυτό το ανακαλύπτει κανείς παρατηρώντας το αδηφάγο ενδιαφέρον του σε άλλα πράγματα: στη ζωγραφική, στη γλυπτική, που τις αγαπάει με πάθος, όπως και κάθε μικροτεχνία, μάσκα, φόρεμα, τριαντάφυλλο, και φαίνεται επίσης στα ωραία ρεαλιστικά σκηνικά του». Και η θεατρολόγος Ελένη Βαροπούλου συνεχίζει: «Ο Διονύσης Φωτόπουλος ήταν πάντα ένας λάτρης της μάσκας. Οχι μόνο επειδή στρέφεται στις μάσκες, χρησιμοποιεί μάσκες, αλλά γιατί η μάσκα είναι το… προσωπείο που εφευρίσκει η πραγματικότητα για τον εαυτό της». Ανάμεσα στα υπόλοιπα «βαριά» ονόματα, ο αναγνώστης ξεχωρίζει τους Χάρολντ Πίντερ, Ρόμπερτ Ουίλσον, Μίνω Βολανάκη, Πίτερ Χολ κ.ά.