Ελλειμμα ηγεσίας: αυτός είναι ένας από τους λόγους που αναφέρονται συχνότερα για την αδυναμία της Ευρώπης να πάρει σημαντικές αποφάσεις και να προχωρήσει σε μια στενότερη ένωση. Πού είναι ο Μιτεράν, ο Ντελόρ, ο Μπραντ, ο Πάλμε, πού είναι οι οραματιστές, οι άνθρωποι που κτυπούσαν το χέρι στο τραπέζι και κάθονταν όλοι σούζα; Ακόμη και τον Χέλμουτ Κολ νοσταλγούν μερικοί, για να μη μιλήσουμε για τον Ανδρέα Παπανδρέου και κολαστούμε.

Μπορεί άραγε να καλύψει ο Φρανσουά Ολάντ αυτό το κενό; Θα καταθέσω από την αρχή την ένστασή μου, έστω κι αν έχει μάλλον συμβολικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Οταν σε ένα βιβλίο που «σηματοδοτεί την ανάγκη για στοχασμό, το κάλεσμα σε έναν αγώνα που συσπειρώνει», ένα βιβλίο όπου ο πρωταγωνιστής καταγράφει τις πιο πολύτιμες σκέψεις του όπως έκανε ο Ζαν Ζορές, ο Λεόν Μπλουμ, ο Ντε Γκολ και ο Μιτεράν, όταν σε μια συζήτηση με τέσσερις δημοσιογράφους που καταλαμβάνει 104 σελίδες η μοναδική αναφορά στην Ευρώπη είναι μερικές φράσεις στη σελίδα 95, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δύσκολα μπορεί να είναι θετική.

Αν ο επικρατέστερος για το χρίσμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν μπορεί να σώσει την Ευρώπη, θα περιοριστούμε αναγκαστικά στο ερώτημα αν μπορεί να σώσει τη Γαλλία. Ο Ολάντ έχει αρκετά μειονεκτήματα. Υπήρξε γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κράτους επί έντεκα συναπτά χρόνια (1997-2008) χωρίς να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έλαμψε με την παρουσία του. Δεν υπηρέτησε επίσης ποτέ σε κάποια κυβερνητική θέση, παρά τις προσπάθειες που έκανε η πρώην σύντροφός του. Οπως μας πληροφορεί ο Σερζ Ραφί σε ένα άλλο βιβλίο για τον ίδιο άνθρωπο που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες («Φρανσουά Ολάντ. Μυστική διαδρομή», εκδ. Fayard), όταν ο Μιτεράν τηλεφώνησε το 1992 στη Σεγκολέν Ρουαγιάλ για να την πληροφορήσει ότι τη διόριζε υπουργό Περιβάλλοντος, εκείνη του ζήτησε να κάνει κάτι για τον Φρανσουά. «Δεν μπορώ να έχω τον σύζυγό και τη σύζυγο στην ίδια κυβέρνηση», απάντησε ο πρόεδρος. «Μα δεν είμαστε παντρεμένοι!», του αντέτεινε εκείνη. «Ισως, αλλά δεν κάνει μεγάλη διαφορά». «Ισως, αλλά είναι άδικο για τον Φρανσουά». Οπότε ο Μιτεράν έχασε την υπομονή του: «Σας καταλαβαίνω. Θα διορίσω τον Φρανσουά Ολάντ στη θέση σας». Και η Σεγκολέν, έντρομη: «Ω, λα, λα, δεν σας ζήτησα αυτό…».

Σήμερα, ο Ολάντ παίρνει την εκδίκησή του. Διεκδικεί το χρίσμα με βασικό αντίπαλο όχι την επίδοξη ευεργέτιδά του – με την οποία χώρισε όταν γνώρισε τη δημοσιογράφο Βαλερί Τριελβελέρ – αλλά την πρώην υπουργό Εργασίας Μαρτίν Ομπρί. Κι επειδή δεν μπορεί να απαλλαγεί από το βασικό του κουσούρι, ότι είναι άχρωμος και άοσμος, προσπαθεί να το μετατρέψει σε προσόν. «Ηρθε η ώρα για έναν κανονικό πρόεδρο», δήλωσε κατά την έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας, σε μια προφανή αντιδιαστολή με τον νευρικό Νικολά Σαρκοζί, αλλά και τον σκανταλιάρη Ντομινίκ Στρος – Καν, που την περίοδο εκείνη πετούσε στις δημοσκοπήσεις. Ο δεύτερος προσγειώθηκε απότομα κι έφυγε από τη μάχη. Ο πρώτος πιάνεται από την ανατροπή του Καντάφι σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει την πτώση της δημοτικότητάς του. Προτού ασχοληθεί μαζί του, ο Ολάντ θα πρέπει πάντως να ξεμπερδέψει με δύο δυναμικές γυναίκες και τρεις ακίνδυνους άνδρες στις προκριματικές εκλογές της 9ης και της 16ης Οκτωβρίου.

Αν και δεν προκύπτει καθαρά από τη συνέντευξή του με τους τέσσερις δημοσιογράφους, ο Ολάντ εκπροσωπεί κατά κάποιο τρόπο τη «δεξιά πτέρυγα» του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ η Ομπρί την «αριστερή». Ο βουλευτής της Κορέζ δεν αμφισβητεί την πολιτική λιτότητας που ακολουθείται στην Ευρώπη και υιοθετεί πλήρως τον στόχο της μείωσης του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2013. Η κόρη του Ζακ Ντελόρ, αντίθετα, επισημαίνει ότι η Γαλλία και η Ευρώπη δεν πάσχουν από ένα, αλλά από τρία ελλείμματα: ένα δημοσιονομικό, ένα έλλειμμα ανάπτυξης και ένα ανταγωνιστικότητας. Για όποιον δεν ενδιαφέρεται πάντως σε τέτοιες ετικέτες, το μεγάλο όπλο του Ολάντ λέγεται «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών»: με βάση αυτό το συμβόλαιο, οι επιχειρήσεις θα προσλαμβάνουν νέους που θα εκπαιδεύονται από τους μεγαλύτερους. Κι έτσι θα εκπληρωθεί η «δημοκρατία της επιτυχίας», δηλαδή η συμφιλίωση της ατομικής προόδου με τη δυνατότητα ενός κοινού βίου.

Αυτό είναι το κατά Ολάντ «γαλλικό όνειρο». Κι όποιος πει ότι είναι ασαφές, έχει δίκιο. Οταν όμως ο Νικολά ρίξει στην προεκλογική του εκστρατεία το νεογέννητο, ο Φρανσουά δεν θα μπορεί να μιλά μόνο για ελλείμματα.