Στην… ορθή επανάληψη των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου για το δεύτερο πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα προσανατολίζονται Βρυξέλλες και ορισμένα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, διαπιστώνοντας πως όλες σχεδόν οι παράμετροι της απόφασης «δεν περπατάνε» και κινδυνεύει η ευρωζώνη να χρεωθεί μια τεράστια οικονομική και πολιτική αποτυχία. Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση των συζητήσεων μεταξύ ελληνικού υπουργείου Οικονομικών και τρόικας δημιουργεί επιπρόσθετες ανησυχίες στις Βρυξέλλες και τις κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης, καθώς ενισχύει το μπλοκ εκείνων – εθνικιστών και λαϊκιστών, κατά βάση – που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν αξίζει τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων και αντιτίθενται στα Κοινοβούλιά τους στο δεύτερο πακέτο.

Ετσι, η ευρωζώνη κι η πολιτική της ηγεσία βρίσκεται μπροστά σε μια διπλή πρόκληση: την επαναδιαπραγμάτευση του νέου πακέτου για την Ελλάδα, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια κι οι αδυναμίες που δεν είχαν προβλεφθεί, και ταυτοχρόνως τη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση ώστε να τηρηθούν οι όροι του προγράμματος, διότι διαφορετικά δεν θα μπορεί να γίνει εκταμίευση της επόμενης δόσης, αλλά και υιοθέτηση του νέου πακέτου.

Η ιδέα που συζητείται στους κύκλους της ευρωζώνης είναι να υπάρξει μια νέα απόφαση – που ενδεχομένως απλώς να φέρει τον τίτλο «διευκρίνιση» της προηγούμενης – και θα απομακρύνει τις δυσκολίες εφαρμογής που έχουν διαπιστωθεί από όλους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει από μια Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της ευρωζώνης, ώστε να υπάρχει αντιστοιχία με την 21η Ιουλίου, αλλά και να πάρει σάρκα και οστά η επιθυμία Μέρκελ και Σαρκοζί για συνεδρίαση των ηγετών των 17 δυο φορές τον χρόνο. Ενδέχεται, ωστόσο, όπως έλεγαν κοινοτικές πηγές, να επιλεγεί κι η πάγια μέθοδος του Eurogroup, ώστε να αποφευχθεί ο τόνος της δραματικότητας που θα προσέδιδε μια Σύνοδος Κορυφής, σε μια εποχή που η ευρωζώνη βιώνει κρίση σε όλα τα μέτωπα: δημοσίου χρέους, ανάπτυξης, ανεργίας, τραπεζικού τομέα.

Οι ίδιες πηγές πάντως έλεγαν ότι είναι εξαιρετικά απίθανο ακόμη και με «διόρθωση» των ελαττωματικών στοιχείων στην απόφαση της 21ης Ιουλίου να μπορέσει το δεύτερο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας να είναι έτοιμο σε χρόνο τέτοιο ώστε η επόμενη δόση – μετά την 6η που προγραμματίζεται για τον Σεπτέμβριο – να προέλθει από το νέο πακέτο. Αυτό αναπόφευκτα συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος για την Ελλάδα, δεδομένης της διαφοράς επιτοκίων μεταξύ των δυο πακέτων.

Για το Βερολίνο, αλλά και τις Βρυξέλλες, το μεγαλύτερο αγκάθι από όλα είναι η πρόβλεψη για εγγυήσεις προς τη Φινλανδία από μέρους της Ελλάδας. Το διάστημα που μεσολάβησε απέδειξε ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, διότι εάν μια χώρα λάβει εγγυήσεις, την ίδια απαίτηση εγείρουν άλλες – και πρωτίστως αυτές που έχουν πρόβλημα έγκρισης στα κοινοβούλιά τους ή διαθέτουν κυβερνήσεις συνασπισμού. Γι’ αυτό και ακολούθησαν οι απαιτήσεις της Αυστρίας, της Oλλανδίας, της Σλοβακίας. Το δεύτερο προβληματικό στοιχείο είναι πως εάν δοθούν εγγυήσεις σε ένα ή περισσότερα κράτη – μέλη, το ΔΝΤ αυτομάτως απαγορεύεται να συνδράμει, καθώς το καταστατικό του ορίζει πως πρέπει να είναι το πρώτο που θα πάρει πίσω τα λεφτά του – κι άρα ουδείς μπορεί να υπόκειται σε καλύτερο καθεστώς.