Πολύ πριν οι κανονικές – και οι σε αναπαράσταση από τις τέχνες – γυναίκες ασχοληθούν με την οικογενειακή τους αποκατάσταση, μιμηθούν τις μαμάδες τους, χειραφετηθούν σε εργασιακό πεδίο, ιδρώσουν σε διαδρόμους γυμναστηρίων και κάνουν weekends στην Αράχοβα και τη Μύκονο, τη Χαλκιδική ή έστω στο χωριό τους, στις οθόνες των κινηματογράφων της μεταπολεμικής Αθήνας έκανε την εμφάνισή της μια πιο ανεπεξέργαστη περίπτωση γυναίκας που αντλούσε από τον μύθο της Κάρμεν.

Η Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη ήταν η Μελίνα με το αγριεμένο και βαθύ βλέμμα. Και η πλοκή του έργου που δίχασε, ήταν πλοκή αρχαίας τραγωδίας.

Ο ποδοσφαιριστής Μίλτος είναι ο Γιώργος Φούντας. Η Στέλλα είναι η Μελίνα Μερκούρη και θα υποκύψει στην πολιορκία του πρώτου αλλά θα βάλει τους δικούς της όρους μέχρι το τραγικό τέλος της («Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι!»).

Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Και αμέσως, με την προβολή της στη μεταπολεμική Αθήνα, δίχασε κοινό και κριτικούς.

«Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θα ‘ναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητας του Κακογιάννη» έγραφε ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1955 με αφορμή τη «Στέλλα». Οι διανοούμενοι της μεταπολεμικής Αριστεράς επίσης είδαν με μεγάλες επιφυλάξεις την ταινία του Κακογιάννη, ίσως με τις ίδιες επιφυλάξεις που είδαν το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι, ακόμη και τον «Μικρό Ηρωα» του Στέλιου Ανεμοδουρά την ίδια εποχή!

Κι αν η κλασική καχυποψία διαμόρφωνε τη δική της θεωρητική γραμμή σ’ ένα φόντο που ο κόσμος ήταν πληγωμένος και αποδεκατισμένος από τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, υπήρξαν και πιο καθαρά βλέμματα πάνω στην ταινία: «Στον τομέα της ερμηνείας, η Στέλλα είναι μια σχεδόν ολοκληρωτική επιτυχία. Η Μελίνα Μερκούρη εισελαύνει, μπορείς να πεις, στην ελληνική οθόνη, παίζοντας μ’ έναν αναντικατάστατο αυθορμητισμό την ατίθαση Στέλλα, δίνοντας ζωντάνια και πειστικότητα στις περισσότερες εκρήξεις της. Στο σύνολο, η Στέλλα είναι από την υποκριτική άποψη ο πρώτος χαρακτήρας του ελληνικού κινηματογράφου» γράφει την ίδια εποχή ο Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα «Ελευθερία».

Ο τραχύς ερωτικός παλμός της Στέλλας μάλιστα επιδοκιμάζεται αμέσως από τις καλύτερες ξένες πένες (όπως του Peter John Dyer και σημειωτέον στο μακρινό 1956), και η συζήτηση στο εξωτερικό αρχίζει δειλά δειλά για τα κινηματογραφικά δρώμενα στην Ελλάδα. Αυτά περί ταινίας, γιατί η μουσική της επένδυση – διά χειρός Χατζιδάκι – είναι ξεχωριστό κεφάλαιο. Ειδικότερα το τραγούδι «Αγάπη που ‘γινες» που ερμηνεύει έξοχα η Μελίνα θα κάνει το δικό του αυτοτελές ταξίδι στον χρόνο, θα αποσπασθεί από το ενιαίο σώμα του φιλμ και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία.

Οι επανεκτελέσεις του μάλιστα είναι εκατοντάδες. Με Γιώργο Νταλάρα και Μελίνα. Με Τσανακλίδου, Καγιαλόγλου, Πασπαλά, Νέγκα, Αρβανιτάκη. Ενώ και η κουβέντα για την πατρότητά του από καιρό σε καιρό αναζωπυρώνεται προσθέτοντας πόντους στον μύθο του.

«Το τραγούδι «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» είναι δικό σου;

«Δεν είναι δικό μου. Ο Χατζιδάκις πήρε τη βασική μελωδία από το δικό μου, τον «Τρελό Τσιγγάνο» και το έγραψε». Τα λόγια είναι του Κακογιάννη» αναφέρει ο Βασίλης Τσιτσάνης σε συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που δημοσιεύθηκε στο «Δίφωνο» τον Ιανουάριο του 1998. Για το τραγούδι βρίσκουμε τρεις ηχογραφήσεις: το 1955 σε 78άρι από την HIS Master’s Voice με ερμηνεύτρια τη Ζωζώ Σαπουντζάκη και συνθέτη τον Τσιτσάνη (α.δ. ΑΟ5298).

Μια άλλη ηχογράφηση της ίδιας εποχής από την Parlophone αναγράφει: «Από το φιλμ «Στέλλα», συνθέτης – δημιουργός: Βασίλης Τσιτσάνης, εκτέλεση Μαρίκα Νίνου και συνοδεία ορχήστρας Ζακ Ιακωβίδη».

Επίσης, το 1959 από την Fidelity υπάρχει 45άρι που αναγράφει ως συνθέτη τον Τσιτσάνη και ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Παρ’ όλα αυτά, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου ισχυρίστηκε πως το τραγούδι βασίστηκε στο δικό της «Ο τρελός Τσιγγάνος» του 1947 που είχαν πρωτοερμηνεύσει η ίδια και ο Στελάκης Περπινιάδης σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη – και μάλιστα στον δίσκο HMV 2737 είναι κατοχυρωμένο στο όνομά της.

Ας σημειώσουμε πάντως πως ο Τσιτσάνης δεν ήταν μέλος της ΑΕΠΙ (εισέπραττε τα δικαιώματα μόνος του) και άρα ήταν εύκολο για τον καθένα να δηλώσει πως κάποιο τραγούδι είναι δικό του.

Για το τυπικόν του πράγματος, στον κατάλογο της ΑΕΠΙ

το τραγούδι είναι σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι – Ιωάννας Γεωργακοπούλου και σε στίχους του Μιχάλη Κακογιάννη. Και η αθάνατη ερμηνεία της Μελίνας μάς θυμίζει ένα πρώιμο μοντέλο φεμινισμού, μια ελεύθερη και περήφανη γυναίκα (εκ διαμέτρου αντίθετη με τη «Μαρία Παναγιωταρά» της Αφροδίτης Μάνου) ή απλώς ένα πρόσωπο που επέφερε μια μικρή ρωγμή στο μανιχαϊστικό ταμπλό της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Και πέρασε στην Ιστορία.