Το ενδιαφέρον για την Τουρκία παίρνει νέες διαστάσεις όσο η διαφορά δυναμικού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και οι προσλήψεις του ενός για τον άλλο επαναδιαμορφώνονται. Εξάλλου, το διεθνές περιβάλλον είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο, παρ’ όλη τη συντήρηση ορισμένων σταθερών: από τη μια πλευρά οι αποστάσεις από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μοιάζουν να γίνονται μεγαλύτερες για την Τουρκία (μήπως και για την Ελλάδα τηρουμένων των αναλογιών;), τα οικονομικά μεγέθη ανάπτυξης έχουν αντιστραφεί, η πολιτική επιρροή στο διεθνές περιβάλλον έχει κι αυτή μεταβληθεί, αλλά και μια καλπάζουσα αμοιβαία προσέγγιση μεταξύ πολιτών και επιχειρηματικών φορέων έχουν φέρει τις δύο χώρες κοντύτερα από ποτέ.

Αντίθετα, το Αιγαίο, στον αέρα και τις θαλάσσιες ζώνες, οι χειραγωγημένες μνήμες του παρελθόντος, και βέβαια το Κυπριακό (αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 37 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) διατηρούν εν μέρει τις αποστάσεις που οφείλει να έχει κανείς από τον «αντίπαλο», αν όχι τον «εχθρό». Πόσο όμως γνωρίζουμε στην Ελλάδα την Τουρκία, πέρα από τα λίγα δευτερόλεπτα των καθημερινών δελτίων ειδήσεων στην τηλεόραση και τις αναλύσεις των εφημερίδων που για έναν περίεργο λόγο διατηρούν όχι αμερόληπτα τις αποστάσεις;

Το βιβλίο του Κερέμ Οκτέμ είναι ένα απαραίτητο βοήθημα για όσους θα ήθελαν να κατανοήσουν τις περίπλοκες, φανερές και σκοτεινές διαδρομές που διαμόρφωσαν τη σφύζουσα τουρκική κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα να αναβάλει την τελική εσωτερική σύγκρουση.

Κεμαλιστές κατά ισλαμιστών; Αριστεροί κατά (ακρο)δεξιών; Σουνίτες κατά αλεβιτών; Τούρκοι κατά Κούρδων; Τούρκοι εθνικιστές κατά μειονοτήτων; Αστοί και νεόπλουτοι κατά φτωχού προλεταριάτου; Στρατηγοί κατά πολιτικών; Ευρωπαϊστές κατά νεο-οθωμανιστών;

Ισως οι διαιρέσεις αυτές γνωστές στον έλληνα αναγνώστη να ισχύουν εν μέρει, αλλά η επιμέρους ανασύνθεσή τους δείχνει ότι η κατάσταση είναι μακράν πιο περίπλοκη από τις φαινομενικές καθαρές και διακριτές ταξινομήσεις. Ο Οκτέμ χρησιμοποιεί ένα αναλυτικό εργαλείο γνωστό στο ελληνικό κοινό, τόσο γιατί συχνά καταφεύγουν σε αυτό οι έλληνες αναλυτές, αλλά και γιατί η ελληνική εμπειρία, κυρίως της προ χούντας εποχής, το γνωρίζει από πρώτο χέρι: το παρακράτος ή το βαθύ κράτος. Τους ανθρώπους που ο Οκτέμ ονομάζει «φύλακες του κράτους» και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το δημοκρατικό έλλειμμα στην Τουρκία καθώς ασκούν εξουσία χωρίς να προέρχονται μέσα από θεσμούς αντιπροσώπευσης.

Το βιβλίο πιάνει το νήμα κυρίως από το 1980. Την εποχή που το πλέον αυταρχικό και κατασταλτικό στρατιωτικό πραξικόπημα διέλυσε την Αριστερά, και όχι μόνο την επαναστατική ή ριζοσπαστική, αλλά ξερίζωσε κάθε δημοκρατική σκέψη και δράση. Σήμερα ακόμη είναι εντυπωσιακή η απουσία της πάλαι ποτέ δραστήριας και παραγωγικής τουρκικής Αριστεράς. Επίσης, τη δεκαετία του 1980 μπήκαν οι βάσεις μια άγριας νεοφιλελεύθερης οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να ασκείται και σήμερα.

Η δεκαετία του 1990 άρχισε με την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής θέσης της Τουρκίας. Ο πρώτος μη στρατιωτικός πρόεδρος της Τουρκίας (Τουργκούτ Οζάλ) έθεσε τους προσανατολισμούς για μία νέα τέτοια πολιτική, η οποία στα εσωτερικά πράγματα χαρακτηρίστηκε από τη σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών, αλλά και του τουρκικού και κουρδικού εθνικισμού.

Τέλος, η δεκαετία του 2000 έφερε νέα πνοή στην αντίληψη της τουρκικής ιστορίας και ταυτότητας: σειρά διανοουμένων και πανεπιστημίων έθεσαν αναθεωρητικά ερωτήματα στην επίσημη ιστορία αλλά και τη φυλετική θεωρία της καθαρότητας και συνέχειας του τουρκισμού. Ασφαλώς η 11η Σεπτεμβρίου 2001, και η νέα θέση του Ισλάμ στον κόσμο, πυροδότησαν αντιισλαμικά και αντιτουρκικά αισθήματα στην Ευρώπη, τη στιγμή που η Τουρκία έπαιρνε το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.

Εκτοτε πραγματοποιήθηκαν άλματα στο τουρκικό Δίκαιο αλλά και στην οικονομία. Ηδη η Τουρκία ανελίχθηκε στη 16η θέση των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη και στην 8η των σημαντικότερων τουριστικών προορισμών.

Ωστόσο, οι «Φύλακες του κράτους», και όχι μόνο το στρατιωτικό κατεστημένο, πανταχού παρόντες, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 συνιστούν μια αμορφική δομή ισχύος που λειτουργεί εντός της κρατικής γραφειοκρατίας και λειτουργούν ως θεματοφύλακες πολιτικών ιδεολογιών αλλά και υπερασπιστές οικονομικών συμφερόντων που συχνά έχουν απολήξεις καθαρά μαφιόζικου τύπου.

Παράλληλα, παρά τις βελτιώσεις στην οικονομία ή την πρόοδο του εκδημοκρατισμού, κρίσιμα ζητήματα δεν λύθηκαν: η φτώχεια και η ανεργία μαστίζουν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ενώ ούτε η διαμάχη για τη διαχείριση των εθνικών-εθνοτικών ταυτοτήτων έχει λήξει. Τέλος η ισότητα των φύλων σε ορισμένες περιοχές μοιάζει να είναι άγνωστη πληροφορία, ενώ η περιβόητη κοσμικότητα του κράτους αυτοαναιρείται από τη θεσμικά και ιδεολογικά ηγεμονική θέση του σουνιτικού Ισλάμ. Οι αντιφάσεις αυτές προκαλούν οργή. Και η οργή αυτή πηγάζει, όπως εύστοχα αναλύει ο συγγραφέας, από την αναντιστοιχία μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ανικανότητας του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την εθνοτική ετερότητα αλλά και τη φτώχεια. Ετσι η οργή δεν βρίσκει διέξοδο παρά σε κάθετες διχοτομήσεις, όπως μεταξύ ισλαμιστών – κεμαλιστών ή μεταξύ εθνικιστικών ιδεολογιών.

Στις πολλαπλές αυτές αντιπαλότητες οι φύλακες του κράτους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κάθε κυβέρνηση και σε κάθε ομάδα που μάχεται για τη διατήρηση των κεκτημένων. Τα σκάνδαλα Εργκένεκον και Μπαλιόζ έχουν πολλά να αποκαλύψουν για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές και τις μεθοδεύσεις «αποκάλυψης» ή «απόκρυψης» της αλήθειας.

Οι πρόσφατες εκλογές έδωσαν άνετη πλειοψηφία και εντολή να συνεχίσει το έργο του ο μουσουλμάνος πρωθυπουργός Ερντογάν. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι κατά πόσο θα καταφέρει να πραγματοποιήσει μια βιώσιμη σύνθεση φιλελεύθερης δημοκρατίας και Ισλάμ, αλλά και μιας τουρκικής συμπεριληπτικής ταυτότητας.

O Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας