Οι άνθρωποι που πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 συνθέτουν ένα αμάλγαμα προσώπων. Ηταν ιδεολόγοι, επαγγελματίες των επαναστάσεων, άνεργοι άνθρωποι των όπλων ή και τυχοδιώκτες.


Τον Μάιο του 1822 συγκροτείται πανηγυρικά στην Κόρινθο το πρώτο στρατιωτικό σώμα φιλελλήνων, αποτελούμενο από Ευρωπαίους που είχαν φτάσει στις επαναστατημένες ελληνικές περιοχές με σκοπό να στρατευθούν στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Ανάμεσά τους και ο νεαρός Πρώσος Johann Daniel Εlster που στα 27 του χρόνια είχε προλάβει να ζήσει ήδη έναν πολυτάραχο βίο και λίγο αργότερα θα σχολιάσει γλαφυρά ορισμένες από τις πλέον εξέχουσες φυσιογνωμίες του Αγώνα.

Oκατοπινός συγγραφέας του «Τάγματος των Φιλελλήνων» σπούδασε Μουσική, Θεολογία και Ιατρική στη Λειψία, τραυματίστηκε σε μονομαχία, περιπλανήθηκε στην Αγγλία και τη Γαλλία, κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων και στη συνέχεια ταξίδεψε στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου κατατάχθηκε ως στρατιωτικός γιατρός, με τον βαθμό του ταγματάρχη, στο Τάγμα των Φιλελλήνων το οποίο ίδρυσε ο γερμανός στρατηγός Καρλ φον Νόρμαν. Στην Ελλάδα παρέμεινε για περίπου έναν χρόνο και ακολούθησε την πορεία του τάγματος. Οι βασικοί σταθμοί της ελληνικής του περιπέτειας: Κόρινθος, μεταφορά διά θαλάσσης στο Αίγιο, πορεία διά ξηράς μέχρι την πολιορκούμενη από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη Πάτρα, πέρασμα στο Μεσολόγγι, εκστρατεία στην Ηπειρο υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μάχη στο Κομπότι, καταστροφή στο Πέτα, επάνοδος με τα λείψανα του εκστρατευτικού σώματος στο Μεσολόγγι, και κατόπινμετά τον θάνατο και του στρατηγού Νόρμαν τον Νοέμβριο του 1822- επιστροφή μετά έπειτα πολλές περιπέτειες στα πατρώα χώματα. Το υπόλοιπο της ζωής του και μέχρι τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1857, ασχολήθηκε με τη σύνθεση και τη διδασκαλία της μουσικής.

Ο Ελστερ κατέγραφε την εμπειρία του αυτή στα φύλλα ενός ημερολογίου, το οποίο χάθηκε στη μάχη του Πέτα. Οταν γύρισε στην πατρίδα του το ανασυνέθεσε από μνήμης και το εξέδωσε στο Μπάντεν της Ελβετίας το 1828, υπακούοντας- όπως αναφέρεται σε εισαγωγή που προτάσσει ανώνυμη ελβετίδα φίλη του – στις προτροπές ακροατών, που είχαν την τύχη να τους διαβάζει περιγραφές από τις μάχες στο Κομπότι και το Πέτα.

Κατ΄ αρχάς καταγράφει με διεισδυτικότητα τις διαφορετικές νοοτροπίες και τις έριδες στο πολυεθνικό φιλελληνικό τάγμα, αναδεικνύει την υποβόσκουσα σύγκρουση ιδίως ανάμεσα στους γάλλους και στους γερμανούς φιλέλληνες και εικονογραφεί παραστατικά τη ζωή τους στην Ελλάδα. Σε σχέση όμως με τα ελληνικά πράγματα παραμένει πάντοτε εξωτερικός παρατηρητής. Μετέχει σε όσα συμβαίνουν, διακινδυνεύει την ίδια τη ζωή του, αλλά δεν ταυτίζεται με εκείνους που έσπευσε να συνδράμει.

Η προσωπικότητα των ανθρώπων που βρέθηκαν να πολεμούν στο πλευρό των Ελλήνων στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, προκύπτει παράλληλα με τη διαδρομή της ζωής του Ελστερ. Ιδεολόγοι που βλέπουν την Ελληνική Επανάσταση ως ευκαιρία πραγμάτωσης πανανθρώπινων ιδανικών, φιλέλληνες που με ανιδιοτέλεια στρατεύονται εθελοντικά στον ελληνικό Αγώνα, επαγγελματίες των επαναστάσεων, άνεργοι άνθρωποι των όπλων που αναζητούν ανά την υφήλιο αντικείμενο εργασίας, τυχοδιώκτες που ακολουθούν την οσμή του κέρδους, οι Ευρωπαίοι που βρέθηκαν στις εξεγερμένες ελληνικές περιοχές, συνιστούν ένα αμάλγαμα προσώπων που μέσα από ποικίλες διαδρομές βρήκαν στέγη στην Ελληνική Επανάσταση. Σε αυτή την δημιουργική και ταραγμένη εποχή, ο Ελστερ και οι όμοιοί του φιλέλληνες συγκλονίζονται από τα μεγάλα πολιτικά κινήματα του καιρού τους. Μάλιστα η στάση ζωής τους, οι ιδέες τους και η νοοτροπία τους δείχνουν πως παρότι είναι άνθρωποι που σφραγίστηκαν από τις αρχές του Διαφωτισμού, ταυτόχρονα ενσαρκώνουν τα ρομαντικά ιδεώδη, αποτυπώνοντας στον βίο τους συγκλίσεις και αποκλίσεις των δύο πνευματικών ρευμάτων. Ο νεαρός Πρώσος αναπλάθει με γλαφυρό τρόπο αυτό το ρευστό περιβάλλον.

Περιγράφει λοιπόν τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, την κακή διατροφή, τις πολυήμερες στρατιωτικές πορείες, την έλλειψη πόρων, μέσων και τροφίμων που αντιμετώπιζαν οι σύντροφοί του στο τάγμα. Αφηγείται ακόμη τη βίωση της κατάρρευσης του «ελληνικού μύθου», την προσγείωση στις καθημαγμένες από τον πόλεμο ελληνικές περιοχές, την απογοήτευσή τους από τους ντόπιους, τον εκνευρισμό από την ανοργανωσιά και την αδράνεια των ελληνικών Αρχών, την καχυποψία ή και την εχθρότητα με την οποία κάποτε αντιμετώπιζαν χωρικοί και στρατιωτικοί τους φιλέλληνες, το χάσμα στη νοοτροπία που νιώθει να τον χωρίζει από τους ανθρώπους για τους οποίους ήρθε να πολεμήσει. Εξίσου είναι κριτικός απέναντι στους ηγέτες της Επανάστασης. Η συμπεριφορά του Θ. Κολοκοτρώνη παρουσιάζεται ως «βάρβαρη και αδίστακτη» (σ. 68), ο Αλ. Μαυροκορδάτος «αδύνατος χαρακτήρας», προκατειλημμένος και μεροληπτικός, ιδιαίτερα απέναντι στους Γερμανούς εθελοντές (σ. 143).

Ο Ελστερ γράφει βέβαια έχοντας βιώσει την πανωλεθρία που υπέστη το τάγμα του στη μάχη του Πέτα, με ζωντανές τις μνήμες από τον θάνατο των συντρόφων του και τις κακουχίες που υπέστη μέχρι να κατορθώσει να φθάσει σε ασφαλή τόπο. Ο κατάλογος που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου του, όπου καταγράφει 80 Γερμανούς και άλλους συναγωνιστές του από τους οποίους 59 έπεσαν νεκροί στις μάχες, αιτιολογεί τη συναισθηματική φόρτισή του. Εν τούτοις, ο Ελστερ δεν μετανιώνει για τη συμμετοχή του Επανάσταση, δεν μεμψιμοιρεί και δεν αμφιβάλλει για την ορθότητα της απόφασής του να μεταβεί στην Ελλάδα. Βέβαια, η εικόνα των Ελλήνων έχει θαμπώσει από τον συγχρωτισμό μαζί τους. Ακόμη όμως και όταν αισθάνεται ότι οι άνθρωποι για τους οποίους πολεμά είναι ανάξιοι των ένδοξων προγόνων τους- «εκφυλισμένους απόγονους» τους χαρακτηρίζει πριν από μια κρίσιμη μάχη ένας από τους συντρόφους του- παραμένει λαμπερή η ιδέα της Ελλάδας και της ελευθερίας της. Η αξία άλλωστε της ιδέας της ελευθερίας και το ισχυρό αίσθημα προσωπικής τιμής που υποχρεώνει τους φιλέλληνες να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, φαίνεται ότι αποτέλεσαν γι΄ αυτούς το «κινούν αίτιον». Είναι εύγλωττο ένα επεισόδιο που συνέβη μετά την καταστροφή στο Πέτα. Ο στρατηγός Νόρμαν, φτάνοντας τελευταίος από το τάγμα που είχε τραπεί σε υποχώρηση, τραυματισμένος και ο ίδιος, έφιππος στο ετοιμοθάνατο άλογό του, μπαίνει στον καταυλισμό της Λαγκάδας και πλησιάζοντας τον Αλ. Μαυροκορδάτο που στεκόταν περίλυπος και δακρυσμένος του λέει: «Τα χάσαμε όλα υψηλότατε, εκτός από την τιμή μας».

Οπως σημειώνει ο μεταφραστής του βιβλίου Χρ. Οικονόμου το κείμενο, γραμμένο σε αρχαΐζουσα γερμανική γλώσσα και τυπωμένο με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία, παρουσίαζε δυσκολίες ανάγνωσης ακόμη και για τον ειδικό που θα το αναζητούσε σε κάποια βιβλιοθήκη. Ισως αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο είχε παραμεληθεί από την ελληνική ιστοριογραφία. Η νέα αυτή έκδοση επιτρέπει στη μαρτυρία του Ελστερ ένα νέο γόνιμο ταξίδι στις ελληνικές σπουδές.

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός,στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ΕΙΕ