Η Εµι Μακίλ είναι µια γυναίκα που έκανε τη δουλειά τριών: µαγείρισσα, καθαρίστρια, νταντά. Για δώδεκα χρόνια εργαζόταν και ζούσε σε ξένο σπίτι. Ωσπου τον περασµένο Μάιο επέστρεψε στο δικό της. Στον καιρό της κρίσης, η Φιλιππινέζα εσωτερική οικιακή βοηθός ήταν πολυτέλεια για την τριµελή οικογένεια της Φιλοθέης.
«Μου είπαν ότι δεν µπορούσαν να πληρώνουν άλλο τονµισθό µουή το ΙΚΑ µου», λέειη κ. Εµι Μακίλ. Από το 1998εργαζότανως εσωτερική οικιακή βοηθόςσε σπίτι της Φιλοθέης. Η µηνιαία αµοιβή της έφτανε τα τελευταία χρόνια τα 1.200 ευρώ. Είχε υπό τη φροντίδα της µια τριµελή οικογένεια. «Ολα πήγαιναν µια χαρά», θυµάται. «Μέχρι που γύρισα από διακοπές και µου είπαννα φύγω. ∆ενµπορούσαν λόγω οικονοµικής κρίσης να έχουν οικιακή βοηθό».
Οι φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί όπως η κ. Μακίλ έγινανσύµβολο τουελληνικού νεοπλουτισµού τη δεκαετία του ‘80. Ταυτίστηκαν περισσότερο από κάθε άλλη εθνοτική οµάδαµε την άνοδο της µεσαίας αστικής τάξης στη χώρα µας. Τρεις δεκαετίες µετά η εξέλιξη της εργασιακής τους µοίρας καθρεφτίζει τις επιπτώσεις τηςοικονοµικής κρίσης στα ανώτερα στρώµατα.
Δείκτης πλούτου. Οι πρώτες φιλιππινέζεςµετανάστριες φτάνουν στηνΕλλάδα τηδεκαετίατου 1980 µε συµβόλαιαεργασίας. Αργότερα το φαινόµενο της αλυσιδωτής µετανάστευσης φέρνει κι άλλες οµοεθνείς τους εδώ. Απασχολούνται κυρίωςως εσωτερικέςοικιακές βοηθοί, σανµια προέκτασητου θεσµού της ψυχοκόρης.
Σταδιακά από τη δεκαετία του ‘90 ταυτίζονται µεµεγαλοαστικά,ανερχόµενα µεσοαστικά στρώµατα και συνολικά µε το επάγγελµα της οικιακής εργαζόµενης. Αντίστοιχη σύνδεσή τους εµφανίζεται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. «Συχνά, οιφιλιππινέζες µετανάστριες γίνονταιµέσα από την ταύτισή τους µε την οικιακή εργασία δείκτης κοινωνικού πλούτου», λέει στα «ΝΕΑ» η Πηνελόπη Τοπάλη, διδάσκουσαστο Τµήµα Κοινωνικής Ιστορίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστηµίου Αιγαίου. «Νεόπλουτοι, µε µεγάλα ποσοστά κατανάλωσης, προσλαµβάνουν και µια οικιακή βοηθό από τις Φιλιππίνες είτε ως εσωτερική εργαζόµενη είτε µε τη µορφή της µερικής απασχόλησης. Ετσι δείχνουν στονπερίγυρό τους ότι κατέχουνπολλά αγαθά,µεταξύ των οποίων και µια “Φιλιππινέζα”».
Οπως δείχνει παλαιότερη έρευνα της κ. Τοπάλη,οι ελληνικέςοικογένειες τις προτιµούσαν γιατί ήταν «διακριτικές», «σιωπηλές», «αόρατες». Εκεί στηρίζεται σύµφωνα µε τον κ.Τζο Βαλέντσια, πρόεδρο της Ενωσης Φιλιππινέζων Μεταναστών, η ισχυρή σχέση εµπιστοσύνης πουαναπτύσσεται ανάµεσα στις οικιακές βοηθούς και τους εργοδότες τους. «Μια σχέση που δύσκολα χαλάει»,λέει. Αλλά και µια σχέσηπου δοκιµάζεται στονκαιρό της κρίσης.«∆εν είναι εύκολο πλέοννα βρω δουλειά. Αφού µε απέλυσαν από τη Φιλοθέη εργάστηκα για λίγο στο Κολωνάκι. Αλλάκαι αυτό κράτησε µόλιςενάµιση µήνα», προσθέτει η κ. Μακίλ.
Η συµπατριώτισσά της κ. Τερέζα Ντίνιο έφτασε στην Ελλάδα σε καλύτερες εποχές. Το 1986 είχε τη δυνατότητα να επιλέξει τον εργοδότη της.
Η ζήτηση για φιλιππινέζες οικιακές βοηθούς ήταν µεγάλη, ενώ ακόµα δεν υπήρχε επαγγελµατικός ανταγωνισµός µε άλλες οµάδες µεταναστών. Παράλληλα µε τη δουλειά της σε µια ναυτιλιακή εταιρεία µάζευε σκόρπια µεροκάµατα καθαρίζοντας σπίτια, ή σιδερώνοντας τα πουκάµισα ενός εργένη προϊσταµένου της δύο φορές την εβδοµάδα. Σήµερα όµως η πραγµατικότητα διαφέρει. Η 55χρονη Ντίνιο είναι άνεργη από τον Σεπτέµβριο και ακόµα ψάχνει για εργασία. «Τώρααρπάζεις όποια ευκαιρία εµφανιστεί. Αλλιώςθα σε προλάβει άλλος», λέει.
«Μου είπαν να φύγω. Δεν µπορούσαν λόγω οικονοµικής κρίσης να έχουν οικιακή βοηθό»
«Τι να κάνουµε, θα επιβιώσουµε»
∆εν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το πόσες φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί έχασαν τη δουλειά τους. Ωστόσο, στην κοινότητά τους η ανεργία είναι ένα από τα πρώτα θέµατα συζήτησης, ενώ συχνά ακούγονται ιστορίες για µειώσεις ωραρίου και µισθών.
Η κ. Ντίνιο θυµάται την περίπτωση µιας ακόµα γνωστής της που επηρεάστηκε από την κρίση, της Τερέζας Κόντε. Επειτα από 20 χρόνια καθηµερινής εργασίας σε ένα σπίτι της Αθήνας, η κ. Κόντε είδε την απασχόλησή της και το µισθό της να µειώνονται σχεδόν στο µισό. Οι εργοδότες της τής ζήτησαν να έρχεται µόνο τρεις φορές την εβδοµάδα στο σπίτι τους.
Παρά τις δυσκολίες, η Ντίνιο και η Μακίλ αντιµετωπίζουν την κρίση µε χαµόγελο, όπως και αρκετοί οµοεθνείς τους.
Πρόσφατα, έξι φίλοι µαζεύτηκαν στο σπίτι της κ. Μακίλ , ένα υπόγειο στους Αµπελοκήπους.
Ανάµεσά τους οι τρεις ήταν απολυµένοι.
Η κ. Μακίλ εξηγούσε πως έστελνε κάθε µήνα 400 ευρώ από τον µισθό της στις Φιλιππίνες για να καλύψει τα έξοδα σπουδών των ανιψιών της.
Ολοι την άκουγαν µε προσοχή και ψυχραιµία.
«Μπορεί να µην φανταζόµασταν ποτέ ότι η Ελλάδα θα βρισκόταν σε αυτή τη θέση. Οµως, τι να κάνουµε, θα επιβιώσουµε», της έλεγαν.