Ο «Πλούτος» είναι, νοµίζω, η πιο πολυπαιγµένη κωµωδία του Αριστοφάνη µεταπολεµικά
Μετρώ, και πιθανόν κάτι µου διαφεύγει που δεν είδα, δεκαοκτώ παραστάσεις που είδα εγώ από τη σκηνοθεσία του Κουν του 1957 στο Πεδίον του Αρεως. Εκτοτε τη σκηνοθέτησαν ο Τριβιζάς, ο Αποστόλου, ο Ντουφεξής, ο Ευαγγελάτος, δύο φορές ο Μπάκας, δύο ο Παροίκος, ο Αρµένης, ο Φασουλής, ο Κουγιουµτζής, ο Καρακατσάνης, δύο φορές ο Μαστοράκης και δύο φορές µε τη φετινή ο Χρονόπουλος και βέβαια ο Λούκα Ρονκόνι.

Το φαινόµενο δεν είναι ανεξήγητο. Ο «Πλούτος» είναι µια ιδιότυπη ουρά στο αριστοφανικό έργο, αφού, όπως λέγεται από τους ιστορικούς του θεάτρου, ανήκει πλέον στη µέση κωµωδία και αχνοφέγγει η νέα κωµωδία που δόξασε ο Μένανδρος. Ο κατ’ εξοχήν αριστοφανικότερος και ως σκηνοθέτης και ως µελετητής του µεγάλου κωµωδιογράφου (µε το διεθνές µπεστ σέλερ του «Ο ζωντανός Αριστοφάνης») Αλέξης Σολοµός, ενώ ανέβασε τις δέκα από τις ένδεκα κωµωδίες του Αριστοφάνη, δεν ανέβασε τον «Πλούτο» γιατί, κατά τη γνώµη του, ανήκε σε άλλη κατηγορία θεάτρου και ως ύφος και ήθος ποιητικό (δεν είχε χορικά) ήταν κείµενο ή νόθο ή παρακµιακό του κουρασµένου ή απογοητευµένου σατιρικού. Πράγµατι ο «Πλούτος» είναι µια ισχνή κωµωδία και φανερά µιµείται κουρασµένα και χιλιοφορεµένα κωµικά µοτίβα της ένδοξης αριστοφανικής ευρηµατικής. Γραµµένη µετά την κατάρρευση της αθηναϊκής δηµοκρατίας, σε εποχή εσωστρέφειας και συγκρότησης µιας αστικής κοινωνίας, όπου ο παλαιός πολίτης έχει παραχωρήσει τη θέση του σε έναν αδιάφορο πολιτικά κλειστοφοβικό µικροαστό, που σωρεύει δραχµούλες, συναλλάσσεται καχύποπτος στην Αγορά και τον απασχολεί µόνο η επιβίωση και η τιµή του σπιτικού του, σε µια επίσης εποχή που οι θεσµοί της δηµοκρατίας έχουν εκφυλιστεί, µεταξύ αυτών και η χορηγία, έτσι ώστε µια θεατρική παράσταση δεν καλύπτεται µε τα έξοδα και το κόστος χορού (νοικιάζονται περιοδεύοντες σαλτιµπάγκοι, ακροβάτες, ορχηστρίδες ως ιντερµέδια, εφόσον υπάρχουν διαθέσιµα χρήµατα).

Με τέτοια κατάντια ένδοξων παλαιότερα θεσµών καλλιτεχνικών και παιδευτικών, πέραση πάντα έχουν στην τέχνη τα όνειρα, οι ουτοπίες και οι ψευδαισθήσεις.

Ενας πενόµενος θεσµός, της κωµωδίας (που στα χρόνια της ακµής αντί των 15 µελών του χορού της τραγωδίας είχε 24 µέλη) καταφεύγει στο παραµύθι και στην παρηγοριά τού όποιος πεινάει καρβέλια ονειρεύεται.

Ο Αριστοφάνης εκµεταλλεύεται την κοινόχρηστη παράδοση πως ο Πλούτος είναι τυφλός και επινοεί ένα ευφυές ουτοπικό και ηθογραφικό έργο για να µας αφηγηθεί πως ο Πλούτος είδε και από τότε και στο εξής θα µοιράζει δίκαια τα αγαθά. Για να επιτευχθεί το προσδοκώµενο πρέπει να µεσολαβήσει ο θεός και να γίνει θαύµα. Λύση, τουλάχιστον για τον µεγάλο ποιητή της σάτιρας, µελοδραµατική.

Υπάρχει κάτι το αρκούντως ευφυές στον τρόπο που ο Αριστοφάνης ισορροπεί τα πράγµατα, βάζοντας στο ουτοπικό παραµύθι αντιζύγι την Πενία.

Και εδώ ας σταθώ. Στα αρχαία ελληνικά άλλο πράγµα ήταν η πενία κι άλλο η φτώχεια, αφήστε πως ανάµεσα στις δύο αυτές έννοιες µπορεί κανείς να διακρίνει ένα ευρύ φάσµα υποδιαίρεσης της στέρησης: ανέχεια, ένδεια. Η πενία, ουσιαστικό του «πένοµαι» που σήµαινε κατ’ αρχάς κοπιάζω, µοχθώ, αφού στη ρίζα του υπάρχει η λέξη πόνος που σήµαινε µόχθος, κόπωση, κούραση. (Κατάλοιπα σήµερα τα: γεωπόνος, δασοπονία και πονηρός!)

Ο Αριστοφάνης φέρνει στη σκηνή για να συνετίσει τους αλλοπαρµένους µε το παραµύθι του ανοιχτοµάτη Πλούτου Αθηναίους την Πενία, την εργατικότητα, τη φιλοπονία, τη λιτότητα, την ολιγάρκεια κι όχι τη φτώχεια, τη ζητιανιά, την εξαθλίωση κ.τ.λ.

Ο Γιάννης Βαρβέρης, ένας από τους λίγους εγγράµµατους και λόγιους µεταφραστές µας, γνωρίζει ελληνικά και ορθά είδε πως ο Αριστοφάνης υπονοµεύει την ουτοπική παρηγοριά στον άρρωστο φαντασίωση µε τον βλέποντα Πλούτο και προτείνει στη θέση της ψευδαίσθησης και της φαντασίωσης την έντιµον πενίαν, την αξιοπρεπή διαβίωση και την αυτάρκεια µέσω της ολιγάρκειας διά της εργασίας.

Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που ο Αριστοφάνης καταφεύγει στην ουτοπία του πρώιµου κοµµουνισµού, µετά τις «Εκκλησιάζουσες» και τους «Ορνιθες». Στα χρόνια µας µεγαλώσαµε µε την ισότητα προς τα κάτω που ευαγγελίστηκε ο υπαρκτός σοσιαλισµός ώσπου αποκαλύφτηκε ο θρίαµβος του Τυφλού Πλούτου της Νοµενκλατούρας.

Ο Βαρβέρης έχει προικίσει τη µεταφραστική µας εποποιία µε τις ευφυείς και σοφές µετασκευές του σε κωµωδίες µετ’ ασµάτων των έργων του Μενάνδρου. Διείδε λοιπόν πως ο «Πλούτος» έχει τα ίδια στηµόνια και υφάδια και διασκεύασε µε ήθος και ύφος κωµειδυλλίου του 19ου αιώνα τον «Πλούτο». Εξοχα. Μετ’ ασµάτων και σχολίων όπως τα τραγούδια που παρενέβαλε ο Σκόκος στην «Τύχη της Μαρούλας» του Κοροµηλά. Και όποιος έχει αντίρρηση ας θυµηθούµε πως ο «Πλούτος» που µας πρωτογνώρισε ο Κουν το 1957 (και παλιότερα) ήταν διασκευή στα καθ’ ηµάς κατά τα πρότυπα του «Τυχοδιώχτη» και του «Υπαλλήλου» του Μιλτιάδη Χουρµούζη. Ο Βαρβέρης έχει σύµµαχό του τον Ραγκαβή της «Διός Επισκέψεως» και του «Κουτρούλη ο γάµος» που είχε, όπως πρόσφατα έγραψα, χορικά που ξεπατίκωναν δοµικά και ρυθµικά τα χορικά των «Ιππέων». Ας συνέλθουν λοιπόν µερικοί αστοιχείωτοι και αδιάβαστοι.

Στα χνάρια του Κουν και του Κουγιουµτζή


Ο Χρονόπουλος ανεβάζει δεύτερη φορά τη µετάφραση του «Βαρβέρη» και απλώς άλλαξε τον άξονα τονίζοντας τη θετική στην ουσία θέση του ποιητή υπέρ της έντιµης Πενίας. Εστησε µια ευφρόσυνη παράσταση πάνω στα χνάρια των ερµηνευτικών µοτίβων της παράδοσης του Κουν και του Κουγιουµτζή που ανέβασε επίσης τον «Πλούτο». Ο Κουν και οι µαθητές του (και ο Χρονόπουλος είναι µαθητής του Κουν, ξεχασιάρηδες) καλλιέργησαν τον λαϊκό εξπρεσιονισµό, όπως συχνά έχω µιλήσει γι’ αυτό το ανθηρό αισθητικό εγχείρηµα: γκροτέσκο στοιχείο, καρναβαλίστικος ρυθµός, παζάρι, καραγκιόζης, κωµωδία της µπάτας. Ο µέγας Χρήστος Λεοντής, ευφρόσυνος, γεµάτος φρέσκιες ιδέες και γνώστης όλων των λαϊκών και αστικών µουσικών δρόµων, έγραψε σουξέ! Ο Μέξης, φαντεζί κοστούµια και λαϊκό σκηνικό πανηγυριού.

Η Σπυράτου δίδαξε µια εξόχως ευάγωγη οµάδα ηθοποιών (φιντάνια της σχολής) να χορέψουν και να το χαρούν. Ο Παυλόπουλος τους καλοφώτισε. Η οµάδα των πρωταγωνιστών πετούσε. Η Γέρου στα κέφια της, η Μάνια Παπαδηµητρίου δαιµόνια, ο Μυλωνάς πάντα λοξά µοντέρνος, ο Λιγνάδης µε αυτοσαρκαστικό χιούµορ, ο Λουκαδής έκπληξη, ο Καπελώνης και ο Βελέντζας ευθύβολοι και οι υπόλοιποι µαζί µε τον χορό προσπάθησαν να βάλουν νέφτι σ’ ένα έργο που έχει τις αδυναµίες του και µια παρακµιακή µελαγχολία.