Κάθε εκλογική αναµέτρηση δίνει αφορµή για µια αντίδραση στη συγκυρία – στη γενική συγκυρία, ακόµα και αν είναι τοπικό ή ειδικό το αντικείµενο. Υπ’ αυτήν την έννοια, στις επερχόµενες εκλογές της αυτοδιοίκησης θα κριθεί ασφαλώς και η κυβερνητική πολιτική, δηλαδή το Μνηµόνιο. Θα κριθούν όµως και όσοι επέλεξαν να µετατρέψουν τις εκλογές του Νοεµβρίου σε «ψήφο κατά του Μνηµονίου», καθώς και τα αντανακλαστικά ωριµότητας των πολιτών. Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ µονότονος (αλλά µήπως δεν κατέστη εκ των πραγµάτων µονοθεµατική η δηµόσια ζωή;) θα ήθελα να συνοψίσω τα διάφορα «όχι» κατά του Μνηµονίου. Υπάρχει πρώτα το «όχι σε όλα» – ό,τι εκπορεύεται από την κυβέρνηση, αλλά και από την Ευρώπη, τον καπιταλισµό, την ίδια τη ζωή – που εκπροσωπείται από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ και του οποίου τις τάξεις φουσκώνουν κατηγορίες µονίµως δυσαρεστηµένων ή σπρωγµένων στην ανέχεια πολιτών. Είναι ένα «όχι» οργής – και η οργή, ιδίως όταν είναι δικαιολογηµένη, µπορεί να συσπειρώσει αλλά δεν µπορεί να δηµιουργήσει.

Υπάρχει µετά ένα «όχι» υποκριτικό και καιροσκοπικό, αφού στην πραγµατικότητα πρόκειται για ένα «ναι» που δεν θέλει να πει το όνοµά του: είναι η στάση της Νέας Δηµοκρατίας και, όσο µπορεί κανείς να καταλάβει, του ΛΑΟΣ και την ενστερνίζονται κυρίως όσοι θα ήθελαν να «δώσουν ένα µάθηµα στην κυβέρνηση». Σχεδόν περιττεύει να θυµίσει κανείς ότι η Νέα Δηµοκρατία όχι µόνο µας οδήγησε στο Μνηµόνιο και είχε «υποσχεθεί» προεκλογικά µέτρα ακριβώς τύπου Μνηµονίου αλλά και έχει ουσιαστικά παραδεχτεί, δυο µάλιστα φορές και σε δυο διαφορετικά πολιτικά βήµατα, ότι η εκ µέρους της καταψήφιση του Μνηµονίου ήταν στην πραγµατικότητα υπερψήφιση: σύµβουλος του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης (άρα αυθεντικός εκφραστής της σκέψης του και µάλιστα απαλλαγµένος από το βάρος του «πολιτικού κόστους») δήλωσε ρητά ότι εάν ετίθετο ζήτηµα µη υπερψήφισης του Μνηµονίου στη Βουλή, το κόµµα του θα έδινε τη συναίνεσή του, ενώ η – κατά άλλα σοβαρή – επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Νέας Δηµοκρατίας προσπάθησε απλώς να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λέγοντας ότι το κόµµα της «δεν αρνήθηκε ποτέ τον µηχανισµό στήριξης» (παρότι τον καταψήφισε…) αλλά διαφώνησε απλώς στο «µείγµα των οικονοµικών µέτρων» και στην έλλειψη «πρόβλεψης για αναπτυξιακές διαδικασίες». Το «µείγµα» δεν λέει τίποτα αν είναι ασαφές και ανέφικτο. Η δε «αναπτυξιακή διαδικασία» όχι µόνο δεν αντιστρατεύεται το Μνηµόνιο αλλά αποτελεί επίσηµο στόχο της κυβέρνησης και µόνιµο αίτηµα όσων ζητάµε τη δηµιουργική υπέρβαση της σηµερινής κατάστασης.

Υπάρχει, τέλος, ένα «όχι» που συνιστά άρνηση της όποιας προσπάθειας και τελικά άρνηση της ίδιας της πολιτικής. Είναι το «όχι» όσων µιλούν για το Μνηµόνιο χωρίς να γνωρίζουν πώς προήλθε, τι λέει και τι σηµαίνει, όσων τάζουν ένα καλύτερο αύριο µε συνταγή καταστροφής του σήµερα (τι είδους «ανάπτυξη», «αναδιανοµή» και «κοινωνική δικαιοσύνη» θα µπορούσε να υπάρξει υπό καθεστώς πτώχευσης ή γενικευµένης ανέχειας;), όσων «ξεχνούν» ότι ο «Καλλικράτης» – και οι εκλογές γι’ αυτούς που θα κληθούν να τον εφαρµόσουν – θα µπορούσε να είναι, υπό προϋποθέσεις (αντικειµενικές, δηλαδή βούλησης της εξουσίας, και υποκειµενικές, δηλαδή ικανότητας προσώπων), µια πραγµατική ευκαιρία.

Ο«Καλλικράτης» έχει τα δικά του διόλου κερδισµένα εκ των προτέρων στοιχήµατα – την αποτελεσµατικότερη λειτουργία υπέρ του πολίτη, την απόδοση και αξιοποίηση πόρων, την εκρίζωση της διαφθοράς, την αναπτυξιακή ώθηση – και δεν χρειάζεται να του φορτώνουµε και τα βάρη του Μνηµονίου. Πεποίθησή µου είναι ότι στις εκλογές της αυτοδιοίκησης κερδισµένος θα βγει εκείνος – κόµµα και πρόσωπο – που δεν θα εναντιωθεί τυφλά σε αντικειµενικά γεγονότα, όσο δυσάρεστα και αν είναι, αλλά θα δώσει πρακτικές διεξόδους σε δηµιουργικές δυνάµεις, όσο κουρασµένες και να είναι. Ο Νοέµβριος θα αποτελέσει ούτως ή άλλως καµπή: θα φανεί αν στο αµέσως επόµενο διάστηµα θα υπερισχύσει η άρνηση ή θα µείνει χώρος για τη συλλογική προσπάθεια που διαρκώς αναβάλλεται.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Τι είδους «ανάπτυξη», «αναδιανοµή» και «κοινωνική συνοχή» θα υπήρχε υπό καθεστώς πτώχευσης;

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγµατολόγος, µέλος του Εθνικού Συµβουλίου του ΠΑΣΟΚ.