«Η μοίρα του συζύγου μου σφραγίστηκε στα 11 του χρόνια, όταν κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο. Οπως ο ίδιος το έθετε: «Εθίστηκα εκείνη την ημέρα». Αν και προσπάθησε πολλές φορές να το κόψει, σπανίως άντεχε μακριά από τη νικοτίνη για περισσότερο από μία ή δύο βασανιστικές εβδομάδες. Τελικά, στα 61 του χρόνια, τα κατάφερε. Ομως 50 χρόνια καπνίσματος του είχαν προκαλέσει μεγάλες βλάβες και τελικά, 15 χρόνια ύστερα από το τελευταίο του τσιγάρο, πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα», γράφει στην εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς η ιατρική συντάκτρια Τζέιν Μπρόντι.

«Αυτά είναι τα άσχημα νέα. Τα καλά είναι πως συνεχώς έλεγε στους γιους μας: «Μάθετε από το λάθος μου. Εάν ποτέ δεν αρχίσετε να καπνίζετε, ποτέ δεν θα χρειαστεί να το κόψετε»- και τον άκουσαν…»

Οι υπάρχουσες μελέτες δείχνουν ξεκάθαρα ότι όσοι αρχίζουν το κάπνισμα ως έφηβοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν μανιώδεις καπνιστές ως ενήλικοι. Αντιθέτως, όσοι φτάνουν στα 18 τους χρόνια δίχως να έχουν εισπνεύσει τον καπνό τσιγάρων έχουν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν συστηματικοί καπνιστές.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Το «κλειδί» κρύβεται στην επίδραση της νικοτίνης, που στην εφηβική ηλικία μπορεί να προκαλέσει «μόνιμες δομικές και χημικές αλλαγές στον εγκέφαλο, οι οποίες επηρεάζουν τη συμπεριφορά και οδηγούν στον εθισμό» κατά τον δρα Νιλ Λ. Μπένοβιτς από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος δημοσίευσε προσφάτως στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (ΝΕJΜ) μία ανάλυση για τον εθισμό στη νικοτίνη. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να επέλθουν από το πρώτο κιόλας τσιγάρο, ακόμα και με ένα τσιγάρο τον μήνα.

Πώς δρα

Η νικοτίνη δρα πολύ γρήγορα. Με κάθε εισπνοή εισέρχεται στους πνεύμονες, από εκεί στην κυκλοφορία του αίματος και φτάνει στον εγκέφαλο. Εκεί συνδέεται με κυτταρικούς υποδοχείς και διευκολύνει την απελευθέρωση διαφόρων χημικών ουσιών (κυρίως ντοπαμίνης) που προκαλούν αισθήματα ευφορίας και εντείνουν τη λαχτάρα για περισσότερη νικοτίνη.

Ο δρ Μπένοβιτς εξηγεί ότι στο πέρασμα της ημέρας, καθώς ο εγκέφαλος εξακολουθεί να εκτίθεται στη νικοτίνη, αναπτύσσεται μερική αντοχή και κάθε επόμενο τσιγάρο προκαλεί λιγότερη ευχαρίστηση. Κατά τη διάρκεια του ύπνου όμως η νικοτίνη αποδεσμεύεται από τους κυτταρικούς υποδοχείς και έτσι πολλοί καπνιστές ξυπνούν με λαχτάρα για ένα τσιγάρο.

«Το πρώτο τσιγάρο της ημέρας είναι αυτό που ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση» λέει ο δρ Μπένοβιτς- και ο φαύλος κύκλος ξαναρχίζει. Επειδή όμως καθημερινά αναπτύσσεται αντοχή του εγκεφάλου στις επιδράσεις της νικοτίνης, ο αριθμός των υποδοχέων της αυξάνεται διαρκώς για να μένει σταθερό το αίσθημα της ευχαρίστησης- αλλά μαζί μεγαλώνουν και η λαχτάρα για το τσιγάρο και τα στερητικά συμπτώματα εάν αυτό καθυστερήσει.

Τα φάρμακα

Για να εμποδιστεί η ένωση της νικοτίνης με τους υποδοχείς της και έτσι να μειωθεί η ευχαρίστηση και η λαχτάρα για το τσιγάρο έχουν επινοηθεί νέα φάρμακα όπως η βαρενικλίνη. Σε στάδιο ανάπτυξης εξάλλου βρίσκονται και άλλες δραστικές ουσίες, οι οποίες στόχο έχουν να αντιμετωπίσουν τα στερητικά σύνδρομα, ενώ δοκιμάζεται και εμβόλιο νικοτίνης.

Ωστόσο, η λαχτάρα για νικοτίνη δεν είναι μόνο χημική. Οπως εξηγεί ο δρ Μπένοβιτς, πολλοί καπνιστές χρησιμοποιούν τις κατευναστικές επιδράσεις της για να ελέγχουν την ψυχική τους διάθεση. Επιπλέον, το κάπνισμα βελτιώνει τη συγκέντρωση, τον χρόνο αντίδρασης και τις επιδόσεις σε διάφορες δουλειές. Εντούτοις, τα οφέλη αυτά πηγάζουν πρωτίστως από την άμβλυνση των συμπτωμάτων στέρησης που αναπτύσσονται όταν σβήνει κανείς ένα τσιγάρο και προτού ανάψει το επόμενο.

Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι καπνιστές δεν θα μιλούσαν για τις ηρεμιστικές και αγχολυτικές ιδιότητες του τσιγάρου εάν δεν είχαν αρχίσει ποτέ να καπνίζουν. Εξαίρεση σε αυτό πιθανώς αποτελούν οι πάσχοντες από κατάθλιψη, άλλα ψυχικά νοσήματα και διαταραχές κατάχρησης ουσιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη νικοτίνη ως μέσον αυτοβοήθειας και γι΄ αυτό έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να καπνίζουν και να μην προσπαθούν να το κόψουν.