Η τραγικότητα του θανάτου, το αναπόδραστα τελεσίδικο, το «rien ne va plus!» είναι το θέμα του 38χρονου Λοράν Γκοντέ που ορμάται μάλλον από προσωπικές εμπειρίες απώλειας. Βραβευμένος το 2004 με το κορυφαίο γαλλικό βραβείο Γκονκούρ, στο καινούργιο του μυθιστόρημα επιχειρεί μια προγραμματισμένη «μετωπική επίθεση» στο θέμα. Ομως η μετωπικότητα ενέχει συχνά αγαρμποσύνη…


Βρισκόμαστε στη Νάπολι, καλοκαίρι του 1980. Ο Ματέο οδηγεί το ταξί του. Επιβάτης ο 6χρονος γιος του Πίπο. Ο πατέρας βιάζεται να τον πάει έγκαιρα στο σχολείο. Η παροιμιώδης κυκλοφοριακή συμφόρηση της πόλης τούς καθυστερεί. Παρκάρει και συνεχίζουν ποδαράτα. Και, κακιά στιγμή, πέφτουν πάνω σε ένα πιστολίδι ανάμεσα στις συμμορίες που λυμαίνονται την πόλη. Το παιδί πέφτει νεκρό.

Οι γονείς, απαρηγόρητοι, καταρρέουν. «Φέρε μου πίσω τον Πίπο. Ή αλλιώς εκδικήσου σκοτώνοντας τον φονιά!», δηλώνει η γυναίκα του, η Τζουλιάνα. Ο Ματέο αδυνατεί να ανταποκριθεί. Και η Τζουλιάνα τον εγκαταλείπει.

Μια νύχτα, καθώς τριγυρνάει σαν χαμένος άσκοπα στους δρόμους της πόλης, χωρίς να παίρνει πελάτες, μια γυναίκα μπαίνει ετσιθελικά στο ταξί. Είναι η Γκρέις. Τραβεστί. Μέσω αυτής, ο Ματέο θα γνωρίσει μια περίεργη παρέα: τον εφημέριο κάποιας παραμελημένης εκκλησίας, ο οποίος ανοίγει την θύρα του ναού και την αγκαλιά του σε δεκάδες περιθωριακούς, εις πείσμα του Βατικανού. Εναν καφετζή, μάστορα στα χαρμάνια του καφέ. Τέλος, έναν ιδιόρρυθμο ομοφυλόφιλο καθηγητή, που φέρει το περίεργο όνομα Προβολόνε. Ο τελευταίος έχει εντρυφήσει στην «τοπογραφία του Αδη». Κυριολεκτικά. Και θα οδηγήσει τον δύστυχο ταξιτζή, μαζί με τον ιερωμένο, στις πύλες του Κάτω Κόσμου. Εκεί, ο Ματέο θα αναζητήσει τον πεθαμένο γιο του. Για να τον αναστήσει. Καθώς ο πατέρας διασχίζει τη νοερή γραμμή ανάμεσα στα εγκόσμια και το επέκεινα, ο συγγραφέας περνάει και αυτός από την ποιητική ρεαλιστική γραφή σε μια παραδόξως ρεαλιστική περιγραφή της Κόλασης: προκύπτουν σκηνές που θυμίζουν ταινίες φοβιστικής φαντασίας.

Ενα βιβλίο γεμάτο θάνατο, πόνο, θρήνο, πένθος, με ενίοτε αιμοσταγείς σκηνές και λεπτομέρειες. Το πανανθρώπινο αυτό θέμα που παραπέμπει, μεταξύ άλλων πολλών, στον μύθο του Ορφέα, οδηγεί εν προκειμένω σε ένα κείμενο ερεβώδες, βαρύ. Ομως βαρύ δεν σημαίνει εξ ορισμού και βαθύ. Το εγχείρημα του Γκοντέ είναι φιλόδοξο, απαιτεί μεγάλη μαεστρία- ιδίως όταν, εγκαταλείποντας τον ρεαλισμό, επιδίδεται σε μια περιγραφή του κόσμου των νεκρών, ετοιμάζοντας το έδαφος για μιαν ιδιότυπη «ανάσταση». Ο μεν Πίπο θα αναστηθεί, ο δε αναγνώστης θα αναστατωθεί δεόντως.

Αλλά ας μην είμαστε και τόσο αυστηροί. Αν και υποδεέστερο του βραβευμένου και σαφώς επιτυχέστερου Κάτω από τον ήλιο του Νότου, το βιβλίο έχει αρετές: ακολουθώντας τον διάβολο, έτσι κι αυτές κρύβονται στις λεπτομέρειες. Οι περιγραφές της Νάπολι, της ατμόσφαιρας, της βρωμιάς, των φτωχογειτονιών της, όπως και τα δευτερεύοντα πρόσωπα της αφήγησης είναι τα στοιχεία που κερδίζουν τις εντυπώσεις. Αντιθέτως, η κραυγαλέα φλύαρη οδύνη και διάθεση εκδίκησης των γονιών του μικρού Πίπο είναι στοιχεία κουραστικά, υπερβολικά, με γενναία δόση βερμπαλισμού. Σημειώνω, τέλος, ότι και τα δύο αυτά βιβλία του Γκοντέ, που τοποθετούνται αμφότερα στη Νότια Ιταλία, μεταφράστηκαν στα ελληνικά με ιδιαίτερη φροντίδα και περισσή ευαισθησία. Αλλά αν πρέπει να συστήσω ένα από τα δύο, θα συμπλεύσω δίχως άλλο με τους κριτές του βραβείου Γκονκούρ.