Η δημοσιονομική κρίση της ελληνικής οικονομίας εδράζεται σε ένα απλό γεγονός. Από το 1980 μέχρι το 2010, επί τριάντα χρόνια, ο προϋπολογισμός είναι κάθε χρόνο ελλειμματικός. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι επίσης απλός. Αφορά τη μόνιμη υστέρηση των εσόδων έναντι των δαπανών.

Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν απότομα στη δεκαετία του 1980 (από 25% σε 40% του ΑΕΠ), για «καλό σκοπό» (υγεία, παιδεία, και συντάξεις). Εκτοτε σταθεροποιήθηκαν στο 46%, που είναι και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

Αντίθετα τα δημόσια έσοδα υστερούσαν, καθώς το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε. Το 65-70% των εσόδων συνεχίζει να προέρχεται από τους έμμεσους φόρους, ενώ οι άμεσοι φόροι επιβαρύνουν κυρίως τα μισθωτά στρώματα. Αυτό το σύστημα αντικειμενικά δεν μπορεί να προσφέρει τους αναγκαίους πόρους. Αφήνει εκτός το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελμάτων, ανάμεσά τους και το πλουσιότερο εισοδηματικά 20-30% του πληθυσμού. Οι τάξεις αυτές δεν φοροδιαφεύγουν παράνομα, αλλά νόμιμα. Σταδιακά κατασκευάστηκε ένα περίτεχνο και λεπτομερές σύστημα φορολογικών ρυθμίσεων που διασφάλιζε τη φοροασυλία τους. Αντί για ένα ενιαίο και καθολικό σύστη μα, φτιάχτηκε ένα «κατακερματισμένο» σύστημα ειδικών φοροαπαλλαγών. Ετσι τα δημόσια οικονομικά μετατράπηκαν σε βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής των ανισοτήτων, ενώ η δημόσια διοίκηση αφέθηκε στη μοίρα της. Παράλληλα η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από το 1995 και μετά στηρίχθηκε στην ιδέα της ενίσχυσης των τομέων με διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι τράπεζες, οι τηλεπικοινωνίες και οι κατασκευές είχαν ήδη ή διεκδικούσαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα (με την επέκτασή τους στα Βαλκάνια). Οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και ο κατασκευαστικός οργασμός (μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί Αγώνες) επεδίωξαν να στηρίξουν αυτόν τον προσανατολισμό. Ταυτόχρονα μετέφεραν νέα βάρη στις δημόσιες δαπάνες. Οι διαπλοκές εντάθηκαν, όπως και η πολιτική των σκανδάλων.

Η «νέα οικονομία» προϋπέθετε την πολιτική της σκληρής δραχμής και της ένταξης στο ευρώ. Αναπόφευκτα η γεωργία συρρικνώθηκε στο ασήμαντο 4% του ΑΕΠ και η βιομηχανία λίγο πάνω από το 10%. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται πλέον από τη ροή συναλλαγματικών πόρων. Οι εισαγωγές, που είναι το 40% του ΑΕΠ, χρηματοδοτούνται από τρεις ισοδύναμες πηγές, τις εξαγωγές αγαθών, το ναυτιλιακό και το τουριστικό συνάλλαγμα (10% κάθε πηγή). Το υπόλοιπο κενό το καλύπτουν τα δάνεια.

Η κρίση έθεσε αξεπέραστα εμπόδια σε αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» και έθεσε σε δοκιμασία το δημοσιονομικό σύστημα. Πάλι πρυτάνευσε η ιδέα της εξισορρόπησης του ελλείμματος με περικοπές δαπανών και μισθών και την αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Το φορολογικό νομοσχέδιο κάλυψε μερικές τρύπες, αλλά διατήρησε το καθεστώς της φοροασυλίας.

Μόνο που η πολιτική αυτή έχει δοκιμαστεί. Η Ελλάδα κατέχει το απόλυτο ρεκόρ των διαδοχικών σταθεροποιητικών προγραμμάτων (1985-1987, 1990-1993, 1996-2000, 2004-2006). Ολα ξεκινούσαν από μια δυσκολία δανεισμού, όλα μείωναν το τρέχον έλλειμμα και όλα κατέληγαν τελικά στην αύξηση του δημόσιου χρέους. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Η ελληνική οικονομία θα έχει αυξημένο χρέος το 2014. Τα κόμματα και οι ηγεμονικές οικονομικές ομάδες που επί τριάντα χρόνια διαμόρφωσαν το σημερινό δημοσιονομικό σύστημα (και τη δημόσια διοίκηση) είναι δύσκολο να προωθήσουν «μεταρρυθμίσεις» που θα κλονίσουν τη δική τους ιδιαίτερη θέση σε αυτό.

Σταδιακά κατασκευάστηκε ένα περίτεχνο και λεπτομερές σύστημα φορολογικών ρυθμίσεων που διασφάλιζε τη φοροασυλία των πλουσιότερων τάξεων