ΕΝΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ ΠΟΜΠΩΝΙΟΥ
ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ, ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ Ο ΕΔΟΥΑΡΔΟ
ΜΕΝΤΟΣΑ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΟΠΟΥ
ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΙ Η ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΜΕ ΤΟΝ
ΜΠΕΝ ΧΟΥΡ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΡΑΪΚΗ ΕΦΕΣΗ ΣΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Περίεργο βιβλίο αυτό του Ισπανού συγγραφέα Εδουάρδο Μεντόσα (γεν. 1943). Παραμύθι και παρωδία, με μια δόση αστυνομικής περιπέτειας. Βρισκόμαστε στη Γαλιλαία περί το έτος μηδέν και ο Ρωμαίος Πομπώνιος εξιστορεί τις περιπλανήσεις και τα βάσανά του: η αναζήτηση ενός θαυματουργού νερού, για το οποίο έχει ακούσει, τον έχει οδηγήσει σε χρόνια δυσεντερία.

Πολίτης του κόσμου, φιλομαθής, φιλόσοφος και ρέπων προς την περιέργεια, ο αφηγητής αυτοσυστήνεται με υπερηφάνεια ως «Ρωμαίος πολίτης της τάξης των ιππέων, φυσιολόγος το επάγγελμα» (Το τελευταίο παραπέμπει βέβαια στον Σέρλοκ Χολμς). Από μια αλληλουχία συμπτώσεων, θα βρεθεί στη Ναζαρέτ, όπου θα κληθεί να διαλευκάνει μια μυστηριώδη υπόθεση: τη δολοφονία του πλούσιου Μαμωνά. Φερόμενος ως δολοφόνος είναι ένας ηλικιωμένος μαραγκός ονόματι Ιωσήφ, στωικός και πράος, που έχει γυναίκα κάποια Μαρία και ένα αγοράκι 4 χρονών ονόματι Ιησούς. Ο τελευταίος θερμοπαρακαλεί τον αφηγητή να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα του, ο οποίος κινδυνεύει με την εσχάτη των ποινών: τη σταύρωση. Ο Ιωσήφ έχει μάλιστα επιφορτιστεί να κατασκευάσει ο ίδιος τον σταυρό του μαρτυρίου του- ως κατ΄ εξοχήν αρμόδιος τεχνίτης. Έτσι προκύπτει ένα ντετεκτιβικό δίδυμο Πομπώνιος- Ιησούς (που μακρόθεν θυμίζει το γνωστό ντουέτο Σέρλοκ Χολμς- Ουότσον). Παράλληλα, από πολιτισμικής- φιλοσοφικής πλευράς, συναντώνται ο ελληνορωμαϊκός ορθολογισμός με την εβραϊκή έφεση στον μυστικισμό και στην πίστη. Τα πρόσωπα

Όλα αυτά δίνονται από τον συγγραφέα με μια γενναία δόση παιχνιδιού και χιούμορ, όπου η αυθαιρεσία συνυπάρχει με την ιστορική- πραγματολογική ακρίβεια. Ο Μεντόσα κάνει συνεχείς αναφορές στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και σε λατινικά κείμενα και παραθέματα, κλείνοντας ακατάπαυστα το μάτι στον αναγνώστη. Λ.χ. γίνεται λόγος για την εντολή του Μωυσή «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω», όπως και για την τριήμερη παραμονή του νεκρού Μαμωνά στον τάφο και τη δυνατότητα ανάστασης νεκρών.

Κάποια στιγμή, παρόντος μάλιστα του μικρού ουδόλως θαυματουργού Ιησού, η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τον αναμενόμενο, από στιγμή σε στιγμή, Μεσσία.

Παρελαύνουν στο κείμενο πάμπολλα γνωστά μας πρόσωπα:

εκτός από την Αγία Οικογένεια, ο Ζαχαρίας, ο Ματθαίος, ο Ιούδας, ο Βαραββάς, ο πρόδρομος Ιωάννης, η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Μπεν Χουρ καθώς και ένα μικρό άσπρο πρόβατο. Όλοι αυτοί εισάγονται βαθμιαία στην αφήγηση, ξαφνιάζοντας αρχικά τον αναγνώστη. Δημιουργείται έτσι, εν τέλει, μια αρχιτεκτονική που χρησιμοποιεί ως μυθοπλαστικά υλικά, οικεία ονόματα.

Ως προς την πλοκή, το στοιχείο της παρωδίας λειτουργεί προς πάσα κατεύθυνση, με προεξάρχουσα την προοπτική να σταυρωθεί ο Ιωσήφ έχοντας στο πλευρό του δύο ληστές και με τον Ιησού να είναι ακόμη παιδάκι. Ως προς τον περίγυρο, η σατιρική διάθεση εστιάζει πρωτίστως στα ήθη και τα έθιμα των απείθαρχων Ιουδαίων, με την έφεσή τους στο ανατολίτικο παζάρι, αλλά και την πληθώρα νόμων και κανόνων τους: «Το θεό τους τον έπιασε νομοθετική μανία, με αποτέλεσμα το σώμα των νομοθετημάτων να είναι ένα κουβάρι τόσο περιπλεγμένο και λεπτολογημένο, ώστε είναι αδύνατο να μην υποπίπτει κανείς σε παραπτώματα. Έτσι, μετανοούν συνεχώς». Αλλά και τους Ρωμαίους αξιωματούχους και λεγεωνάριους τους διακωμωδεί, εμφανίζοντάς τους λίγο σαν χοντροκομμένες φιγούρες που θυμίζουν Αστερίξ. Ο παραδόπιστος αρχηγός τους αποδύεται μάλιστα σε σκανδαλώδεις κομπίνες αγοραπωλησίας γης.

Μόντι Πάιθον

Έχουμε έτσι ένα υφολογικά μεταμοντέρνο μείγμα: πρόκειται για σημειολογικό παίγνιο που έχει κάτι από Θερβάντες και συνάμα αντλεί από εκφράσεις των γραφών («Τω καιρώ εκείνω», «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!»), όσο και της αρχαίας ελληνορωμαϊκής πραγματείας («Μα τον Δία!»). Ας προστεθούν σε αυτό οι συνεχείς τυποποιημένες προσφωνήσεις που αρχίζουν πάντα με το «Ω» («Ω ερίτιμη και τεθλιμμένη δέσποινα!»).

Εν ολίγοις, προγραμματικά και ηθελημένα, άρτζι μπούρτζι και λουλάς. Προς στιγμήν αυτό το αναρχίζον αλλ΄ ουχί άναρθρο κείμενο μού θύμισε μάλιστα τη Ζωή του Μπράιαν των Μόντι Πάιθον. Το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό, επιτυχές. Σε αυτό συμβάλλει αποφασιστικά η ιδιαίτερα προσεγμένη ελληνική μετάφραση, χωρίς την οποία η ανάγνωση ενός τέτοιου (αυτο)αναφορικού κειμένου θα ήταν αφόρητη.