Διάβασα, χρηστικά και καταχρηστικά, τα Μελετήματα 6 για τον Σινόπουλο και τον Σαχτούρη του Δ. Μαρωνίτη (Πατάκης, 2009), για να επωφεληθώ από τα ερμηνευτικά του σχόλια και για το δικό μου ποίημα Σχέδιο για Ηλέκτρα (Διάττων, 2009). Θέλησα, όμως, να δοκιμάσω και μια ιδέα μου, τόσο για την κριτική όσο και για την ποίηση, που προϋποθέτει ότι η γλώσσα δεν είναι αποχρών λόγος, αλλά ένα λογοπαίγνιο που επιτρέπει χρήσεις και καταχρήσεις.

Πώς, φερ΄ ειπείν, κάποιος που πάσχει από χρόνια θεωρητικολογία και που αναρρώνει στην ποίηση χρησιμοποιεί τις φρόνιμες παρατηρήσεις ενός διακεκριμένου αναγνώστη της ποίησης, ο οποίος όμως καταχράται και αυτός εκ προοιμίου το ζεύγμα «αναγνώστηςποιητής που, όπως γράφει, «ζευγαρώνει κάτω από τη στέγη της διάχυτης ποίησης». Διαβάλλει δηλαδή τόσο τον αναγνώστη όσο και τον ποιητή, οδηγώντας τους σε έναν οίκο που δεν ανήκει σε κανέναν, ένα κοινόβιο, όπου συνυπάρχουν η αναγνωστική ευθυκρισία του ενός και η νομιμοποιημένη λογοκλοπή του άλλου. Είναι προφανές ότι η ώσμωση αυτή μεταξύ ποιητή και αναγνώστη τροποποιεί το δώρο τόσο της ανάγνωσης όσο και της ποίησης. Και τότε ο, παράσιτος στα ποιήματα των «προγόνων» του, ποιητής λειτουργεί παράδοξα ως ξενιστής του δωροδότη αναγνώστη, μεταβάλλοντας τους όρους της δόσης και της απόδοσης και ανατρέποντας τα εκατέρωθεν δεσμευτικά τους επακόλουθα: την ευγνωμοσύνη ή την άλλη της όψη- την αχαριστία.

Διάβασα, λοιπόν, τα κείμενα του Μαρωνίτη έχοντας κατά νου μια φράση του Μισέλ Σερ από Το παράσιτο (Σμίλη, 2010): «Οι άνθρωποι, φορώντας ρούχα, ζουν στα ενδότερα των ζώων, αφού πρώτα καταναλώσουν με λαχτάρα το κρέας».

Εις πείσμα του κακοπροαίρετου «κοινού νου» και του ανθρωποφάγου milieu μας, πιστεύω ότι κάποτε πρέπει να αποφανθούμε για τον ρόλο του ξενιστή και του παρασίτου, για το ποιος δίνει και ποιος δέχεται το δώρο, ποιος δωρίζει και ποιος αναλαμβάνει τη ζημιά. Ο ένας; Ο άλλος; Και οι δύο μαζί;