Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΕΙΧΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΒΕΛΣΟ

ΩΣ ΟΔΗΓΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ… ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ

ΤΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ

(ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΚΑΙ

ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΝΙΑΡΧΟ) ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ

Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

«Το Παρίσι είναι ένα μεγάλο μοναστήρι. Δουλειά και περισυλλογή». Και σε άλλο γράμμα του, στις 13 Απριλίου 1968, ένα μήνα πριν από τον παρισινό Μάη: «Άκουσα ότι πρόκειται να ΄ρθεις εδώ. Γράψε μου αν είναι αληθές και πότε θα γίνει αυτό».

Έφτασα στο Παρίσι μερικούς μήνες αργότερα. Ο Τσαρούχης έμενε στα banlieu, στο Μontrouge. Μου πρότεινε να νοικιάσω κοντά του. «Μα δεν είναι μακριά;» τον ρώτησα. «Μακριά από πού;» απάντησε εκνευρισμένος, σαν να ήθελε να μου υπενθυμίσει πως το κέντρο είναι μέσα μας.

Δεν τον άκουσα και έμεινα στο «καρτιέ», αλλά το μυαλό μου έτρεχε, ως συνήθως, αλλού. Την πολυπραγμοσύνη μου ο Τσαρούχης, παραδόξως, τη θεωρούσε προσόν. «Να αφιερώνεσαι», μου έλεγε, «αλλά όπως η πεταλούδα. Να μετακινείσαι από άνθους εις άνθος, αλλά πάντοτε επί το έργον.

Να συλλέγεις. Να μην κλείνεσαι. Να μην αποκλείεις. Θέλεις να γίνεις ο σοφέρ μου; Ήρθες στο Παρίσι με τη νοσοκόμο σου. Γιατί δεν αποποιείσαι την ιδιότητα του φοιτητή; Είχα ζητήσει από τον Σεφέρη, στο Λονδίνο, να γίνω υπηρέτης του. Η Μαρώ ενθουσιάστηκε, αλλά ο πρέσβης αρνήθηκε να με προσλάβει».

Υπήρξα επ΄ ολίγον σοφέρ του Τσαρούχη. Έπρεπε να τον παραλαμβάνω, με το μεταχειρισμένο φορτηγάκι που είχε αγοράσει επί τούτου, και να τον αφήνω στο Λούβρο με το καβαλέτο και τα συμπράγκαλα της τέχνης του, και ύστερα να τον γυρίζω το απόγευμα σπίτι του. Το αυτοκίνητο ήταν σαν δικό μου. Το κρατούσα το βράδυ και έκανα τις βόλτες μου. Δεν ήθελα να μου δίνει χρήματα, αλλά σχέδια. Η ειρωνική του απάντηση στην πρώιμη συλλεκτική μου μανία ήταν οι ευχές για «καλή πρόοδο», που συνόδευαν στα πορτρέτα που μου έκανε την υπογραφή του.

Θήτευσα περισσότερο στον Τσαρούχη παρά στον Ντεριντά. Όταν, το ΄69, μετακόμισε στο δωματιάκι της rue Dauphine- που του είχε παραχωρήσει, θαρρώ, ο αρχιτέκτων Κανδύλης-, δυο δρόμους πιο κάτω απ΄ το σπίτι μου, υπήρξα ακόλουθος της Παναγιότητός του. Συχνά, τα βράδια, του άρεσε να ντύνεται δεσπότης, με άμφια που μου είχε παραγγείλει να του φέρω, ερχόμενος στο Παρίσι, από την Αγίας Φιλοθέης, και να βολτάρει στο Σαν Ζερμέν, με τον πρόσφατα χαμένο Γιώργο Ορφανό ντυμένο διάκο (εμένα, λόγω ύψους, το ράσο δεν με κολάκευε). «Γιατί ντύνεσαι παπάς;» τον ρωτούσα. «Η Εκκλησία είναι ένα θέατρο που παίζει το ίδιο έργο εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, και έχει πάντα κόσμο».

Τα μεσημέρια τρώγαμε στο πρώτο χορτοφαγικό εστιατόριο, το «Vie claire», όπου έκοβε από απέναντι τον Στέλιο Ράμφο. Είχε ακούσει για τον φιλόσοφο και μου πρότεινε να του προτείνω να τον επισκεφθεί. Ο Ράμφος απάντησε: «Ας έρθει ο Τσαρούχης στην κάμαρά μου».

Όταν ανεβαίναμε τη σκάλα, μου είπε:

«Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ».

«Γιατί τρως στο φοιτητικό εστιατόριο;» μου έλεγε. «Κοστίζει ενάμισι φράγκο», του απαντούσα. «Δικαιολογίες», μου έλεγε. «Κατέχεσαι από ένα συναίσθημα αυτοκαταστροφής και θέλεις οπωσδήποτε να δηλητηριαστείς». Ή: «Τρως τζατζίκι για να εκδηλώσεις τα αντικοινωνικά σου αισθήματα». Ή: «Κλείσε αμέσως το παράθυρο».

«Μυρίζει το δωμάτιο», του απαντούσα, διότι, επειδή η κοινόχρηστη τουαλέτα του παλαιού οικήματος ήταν στον διάδρομο, συνήθιζε να ουρεί σ΄ ένα πήλινο κανάτι. «Τι είναι αυτό;» τον ρωτούσα. «Άσ΄ το κάτω αυτό. Είναι υγρό για τα πινέλα».

Φοβόταν τη μάνα μου, όπως και την Κατίνα Παξινού. Όταν πέθανε η κυρία Κατίνα, ο Μινωτής χάρισε στη μάνα μου, τη μέρα της γιορτής της, έναν Τσαρούχη με αφιέρωση. Στο Παρίσι, σ΄ ένα ορθογώνιο χαρτόνι, μας είχε βάλει να ποζάρουμε με την πρώην σύζυγό μου για ένα κοινό, διπλό πορτρέτο, το οποίο χώρισε με μια πινελιά στη μέση: «Όταν χωρίσετε- που θα χωρίσετε-, θα πάρετε ένα ψαλίδι και θα κόψετε το χαρτόνι στα δύο». Έτσι κι έγινε.

info

Αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου), έως 14 Μαρτίου.