«Μένω στην ίδια περιοχή με τους γονείς μου, αλλά και με τα πεθερικά μου. Ήθελα να είναι κοντά μου ώστε να έχω βοήθεια με τα παιδιά, αλλά και να μπορώ να τους φροντίζω όταν με χρειάζονται», λέει στα «ΝΕΑ» η 30χρονη Αθηνά Σταυρυανουδάκη, μητέρα δύο μικρών παιδιών ηλικίας 6 ετών και 13 μηνών αντίστοιχα.


Από τη μία πλευρά τα παιδιά, από την άλλη οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους και στη μέση η επονομαζόμενη γενιά- «σάντουιτς». Αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με τη φροντίδα τόσο των ανήλικων παιδιών τους όσο και των ηλικιωμένων γονιών τους.

«Μέναμε μαζί με τους γονείς μου όταν παντρεύτηκα», λέει ο 44χρονος Γιώργος Αλεξίου, πατέρας δύο δίδυμων αγοριών ηλικίας 10 ετών. «Νομίζαμε ότι θα ήταν καλύτερο και για εμάς και για εκείνους. Είχα σπουδάσει στο Λονδίνο και γύρισα στη Λάρισα κυρίως για τη μητέρα μου. Δεν μπορούσα να αφήσω τους γονείς μου όταν παντρεύτηκα και είπαμε με τη γυναίκα μου ότι θα βοηθούσαν με τα παιδιά επειδή εργάζεται και εκείνη. Δεν ήταν η καλύτερη λύση και έγινε για οικονομικούς λόγους. Τελικά, άφησε για δύο χρόνια τη δουλειά της, ώσπου να μεγαλώσουν κάπως τα δίδυμα και αποφασίσαμε να μείνουμε κοντά στους δικούς μου αλλά σε χωριστά σπίτια».

Σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού «Νewsweek», η κάθε γυναίκα ξοδεύει κατά μέσο όρο 17 χρόνια από τη ζωή της στην ανατροφή των παιδιών και άλλα 18 στη φροντίδα είτε γονιών είτε πεθερικών. Όμως η απόφαση για τις προτεραιότητες της οικογένειας δεν είναι μόνο δική της και στις περιπτώσεις που διαταράσσεται η ισορροπία του ζευγαριού, το διαζύγιο είναι ένα από τα συνήθη συμπτώματα ενός… καμένου σάντουιτς.

«Αν και δεν συμβαίνει καθημερινά, όταν οι γονείς χρειάζονται τη φροντίδα μας, με αγχώνει το γεγονός πως θα πρέπει να αντεπεξέλθω στις ανάγκες τους, αλλά και των παιδιών μας», σημειώνει η κ. Σταυρυανουδάκη. «Στα 7 χρόνια του έγγαμου βίου, δύο ήταν οι στιγμές που αγχώθηκα πολύ: όταν ήταν άρρωστη η πεθερά μου και ο μπαμπάς μου. Έπρεπε να τους προσέχω και να είμαι δίπλα τους σε περίπτωση που χρειαστούν τη βοήθειά μου. Έτρεχα όλη τη μέρα στα νοσοκομεία και παράλληλα σκεφτόμουν ότι έπρεπε να βρω χρόνο για τα παιδιά μου και κάποιον άνθρωπο, προκειμένου να τα φροντίσει όσο εγώ θα ήμουν στο νοσοκομείο. Αισθάνομαι υποχρεωμένη απέναντί τους, για τη βοήθεια που μου προσφέρουν και είναι αδύνατον να με χρειαστούν και να μην είμαι δίπλα τους, όσο και αν αυτό με αγχώνει».

Αλυσιδωτές αντιδράσεις

«Ακόμα και ένας υγιής ηλικιωμένος που αποκτά παιδαγωγικό ρόλο μέσα στην οικογένεια του παιδιού του, όταν συμβάλλει και οικονομικά τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως θα επιζητάει και σημαίνοντα ρόλο στις αποφάσεις της οικογένειας» επισημαίνει ο ψυχολόγος κ. Δημοσθένης Παναγιώτου, «γεγονός που προκαλεί αλυσιδωτές δυσχερείς αντιδράσεις και προβλήματα στο ζευγάρι αλλά και στα εγγόνια του. Τότε, τα πιθανά σύνδρομα που προκαλούνται στον καθένα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, με τα φορτία που απελευθερώνονται να είναι πολλές φορές τεράστια και ικανά ακόμα και να καταλύσουν τους δεσμούς της οικογένειας».

Ο κ. Αλεξίου από τη Λάρισα αν και άρχισε τον έγγαμο βίο μαζί με τους γονείς του πριν από 10 χρόνια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούν να ρυθμιστούν οι σχέσεις και τα προβλήματα αν υπάρξει πρόγραμμα και απόσταση μεταξύ των οικογενειών. «Το 2005 η μητέρα μου είχε ένα αυτοκινητικό ατύχημα και αμέσως μετά έπαθε εγκεφαλικό ο πατέρας μου. Είμαστε, ευτυχώς, τρία αδέλφια και εναλλάξ βοηθάμε τους γονείς μας χωρίς να στερούμε την παρουσία μας από την οικογένειά μας. Με τη γυναίκα μου, δουλεύουμε μαζί σε δικό μας φροντιστήριο Αγγλικών και όποτε λείπει ο ένας, ο άλλος είναι σπίτι με τα παιδιά. Επειδή, τα τελευταία χρόνια είδαν πολλά τα μάτια μου στα κέντρα αποκατάστασης που πήγαινα για τον πατέρα μου, πιστεύω ότι όλα ρυθμίζονται με σωστό προγραμματισμό και αγάπη. Δεν μπορείς να παρατάς τους γονείς σου όταν αρρωστήσουν ή όταν γεράσουν, όμως τα παιδιά σου προηγούνται, θέλουν τους γονείς δίπλα τους συνεχώς όταν μεγαλώνουν και όχι υποκατάστατα. Σίγουρα, υπάρχει πίεση, αλλά αν κρατήσεις τις αποστάσεις αποφεύγεις τις συγκρούσεις».

Από απόσταση

Μακριά και αγαπημένοι ζουν, ωστόσο, πολλοί ηλικιωμένοι, που προτιμούν την ανεξαρτησία και τη ρουτίνα τους από την αναστάτωση που προκαλεί ένα διαφορετικό περιβάλλον. «Οι γονείς μου και τα πεθερικά μου βρίσκονται εκτός Αθηνών», λέει η κ. Μαίρη Σπηλιοπούλου, μητέρα δύο παιδιών 8 και 5 ετών αντίστοιχα. «Αν χρειαστούν τη βοήθειά μου, γνωρίζουν ότι θα είμαι δίπλα τους. Όταν υπάρχει πρόβλημα υγείας συνήθως κατεβαίνουν στην Αθήνα». Οι γονείς της είναι 67 και 72 ετών, ενώ τα ο πεθερός της είναι 85 ετών και η πεθερά της 72.

«Επειδή έχω συνηθίσει να είναι υγιείς, πιστεύω ότι δεν θα πάθουν τίποτα και γι΄ αυτό δεν αγχώνομαι. Αν και το καθημερινό πρόγραμμα δεν βοηθάει καθόλου στο μεγάλωμα των παιδιών μου και αυτό με αγχώνει πολύ, δεν σκέφτηκα να φέρω είτε τους γονείς μου είτε τα πεθερικά μου στην Αθήνα, να βοηθήσουν. Πιστεύω ότι αν τους το ζητούσα, θα αρρώσταιναν. Δεν τους αρέσει η Αθήνα. Προσπαθούμε, λοιπόν, όταν έχουμε ελεύθερο χρόνο, έστω και μια μέρα, να τους επισκεπτόμαστε, να τους φροντίζουμε και να βεβαιωνόμαστε ότι είναι καλά».

ΕΡΕΥΝΑ

Κάθε γυναίκα ξοδεύει 17 χρόνια από τη ζωή της στην ανατροφή των παιδιών και άλλα 18 στη φροντίδα γονιών ή πεθερικών

«Με βοήθησαν όσο εργαζόμουν»


ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ με τους ηλικιωμένους γονείς είναι η κ. Παναγιώτα Σοφούλη. «Μένουμε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς μου και αυτό δεν με άγχωσε ποτέ.

Αντιθέτως, με βοήθησαν με τα παιδιά, γιατί δεν είχα πού να τα αφήσω τις ώρες που δούλευα.

Εδώ και έναν χρόνο δεν εργάζομαι, έτσι έχω τη δυνατότητα να φροντίζω τα παιδιά μου, αλλά και τους γονείς μου όταν με χρειάζονται. Ωστόσο, υπήρξαν και στιγμές που βρέθηκα σε αδιέξοδο. Αυτό έγινε όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν όλο το 24ωρο στο νοσοκομείο για να τον προσέχει. Ζήτησα άδεια από τη δουλειά μου για να προσέξω τα παιδιά και για να είμαι άγρυπνος φρουρός στην περίπτωση που με χρειαστούν οι γονείς μου. Μέχρι τώρα, πάντως, δεν με έχει αγχώσει ιδιαίτερα η φροντίδα των γονιών μου. Τη θεωρώ δεδομένη, αφού με βοηθούσαν και εκείνοι όταν τους χρειαζόμουν».

Η γενιά του «μπέιμπι μπουμ» έγινε… σάντουιτς


«ΑΝ ΑΝΗΚΕΙΣ στη γενιάσάντουιτς καλείσαι να ανέβεις στη σκηνή για έναν ρόλο, για τον οποίο δεν υπάρχει ούτε σενάριο ούτε η δυνατότητα πρόβας», λέει στα «ΝΕΑ» η βραβευμένη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάρολ Αμπάγια που εξέδωσε το 1992 το περιοδικό «Η γενιά- σάντουιτς» καθιερώνοντας διεθνώς τον όρο που περικλείει όλους εκείνους που έχουν να φροντίσουν παράλληλα ηλικιωμένους γονείς και ανήλικα παιδιά.

Η ίδια, στα 53 της χρόνια- το 1991- ανέλαβε να φροντίσει πέραν του έφηβου παιδιού, την άρρωστη μητέρα της και τον 90χρονο πατέρα της, σε καθημερινή βάση. «Πέραν του δικού μου φορτίου, παρατήρησα ότι το ίδιο φορτίο σήκωναν πολλοί γνωστοί μου και κατάλαβα ότι τα χειρότερα έρχονταν στους λεγόμενους babyboomers, δηλαδή τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από το 1946 μέχρι και το 1964.

Είχαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τα υλικά εφόδια και τη νοοτροπία της παντοδυναμίας. Έκαναν οικογένειες, χώριζαν και αναλάμβαναν συνεχώς ευθύνες. Αυτή είναι σήμερα η γενιά- σάντουιτς, την οποία αποτελούν εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα μου αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μάλιστα, σήμερα αν και οι γυναίκες παραμένουν πιο κοντά σε παιδιά και ηλικιωμένους, οι άνδρες συνειδητοποιούν την ανάγκη, έστω της οικονομικής κάλυψης αυτών των αναγκών. Το παρήγορο, ωστόσο, είναι ότι οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί έχουν την τάση να ανεξαρτητοποιούνται και προτιμούν να μένουν μόνοι τους σε ειδικές κοινότητες ή κλαμπ για συνταξιούχους. Έχουν καταλάβει στην πλειονότητά τους ότι νιώθουν και ζουν καλύτερα όταν είναι ανεξάρτητοι».

Με εκείνη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ένιωσε πως δεν μπορούσε ξαφνικά να αποφασίζει για τους ανεξάρτητους μέχρι τότε γονείς της. Προσπάθησε να μάθει περισσότερα, έκανε ψυχανάλυση και τελικώς εξέδωσε το περιοδικό που διαπίστωσε ότι έλειπε από μία ολόκληρη γενιά: «Τhe Sandwich Generation».

«Ουσιαστικά, ήταν οδηγός επιβίωσης που μέσα από την επαφή μου με το κοινό, καθώς έτυχε μεγάλης απήχησης, βελτιωνόταν συνεχώς».