«ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΟΡΙΣΤΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ». ΟΚΤΩ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ
ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ,
ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ
ΜΙΑΣ ΑΛΛΟΥ ΤΥΠΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Μετά τη νίκη του Ομπάμα στην Αμερική, μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης αλλά και την πλήρη επικράτηση του Σαρκοζί στη γαλλική πολιτική σκηνή, που επιβράβευσε ουσιαστικά τη σκληρή στάση του στις ταραχές στο Παρίσι το 2005, ο εκδοτικός οίκος La fabrique απευθύνθηκε σε οκτώ γνωστούς πανεπιστημιακούς ζητώντας την άποψή τους για το πώς θα μπορούσε να οριστεί σήμερα η δημοκρατία και ποια είναι η αξία της.

Έτσι προέκυψε το μικρό βιβλίο με τον τίτλο D mocratie, dans quel tat? («Τι είδους δημοκρατία;») όπου γράφουν οι Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Αλέν Μπαντιού, Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Γουέντι Μπράουν, ΖανΛικ Νανσί, Ζακ Ρανσιέρ, Κριστίν Ρος και Σλαβόι Ζίζεκ. Καθηγητές Πολιτικής Φιλοσοφίας και θεωρητικοί όλοι τους, πολύ γνωστοί στη Γαλλία (οι Αγκάμπεν, Μπαντιού και Ζίζεκ, και στην Ελλάδα), είναι διανοούμενοι της Αριστεράς, τους οποίους καταχρηστικά η κριτική χαρακτηρίζει μεταμοντέρνους.

Γραμμένα σε μια κομβική στιγμή, τα κείμενά τους στηρίζουν κατά έναν τρόπο και τον εκδοτικό οίκο La fabrique, που έχει συνδεθεί τα τελευταία χρόνια με την κινηματική και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στη Γαλλία και πρόσφατα αντιμετώπισε διώξεις για βιβλία του, με την κατηγορία ότι «προετοιμάζουν τρομοκρατικές πράξεις».

Μοιάζει το βιβλίο, σαν να ρώτησαν οι κινηματικοί τους μεταμοντέρνους αν αξίζει να ξαναπιστέψουμε στη δημοκρατία. Και είναι σαν οι τελευταίοι να πηγαίνουν τελικά προς το ναι, αφού σύρουν τα εξ αμάξης και ξαναπιάσουν όλα τα «για ποια δημοκρατία μιλάμε» κ.τ.λ. Μολονότι δηλαδή έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, στο υπόστρωμα όλων των κειμένων υπάρχει κοινή αγωνία για το πώς θα μπορέσει η κριτική (και η κρίση) της σύγχρονης δημοκρατίας, αντί να προκαλέσει απλώς ουτοπικό οραματισμό, να μεταμορφωθεί σε ριζοσπαστική πολιτική πράξη που θα καταλάβει το πρόβλημα και θα παλέψει να ξαναορίσει την έννοια της δημοκρατίας.

Τα επιχειρήματα

Ποιο είναι το πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα; Τα επιχειρήματα λίγο- πολύ γνωστά: η αστική δημοκρατία έχει επιβληθεί ως συνώνυμο του καπιταλισμού, πλην όμως η ίδια η καπιταλιστική οικονομία επιβάλλει όρους που περιορίζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες· οι εκλογές έχουν εμπορευματοποιηθεί, τα κόμματα μοιάζουν με προϊόντα που πουλιούνται σε τελεμάρκετινγκ· οι ψηφοφόροι καταντούν παθητικοί συμμέτοχοι σε έθνη που λειτουργούν όλο και περισσότερο ως επιχειρήσεις στο εσωτερικό τους και ως αδύναμοι μικρομάνατζερ (που συνομιλούν με κεφαλαιούχους μεγαλομάνατζερ) στο εξωτερικό· όλο και πιο συχνά ακούγεται η άποψη ότι το έργο των τεχνοκρατών δεν πρέπει να εμποδίζεται από ενοχλητικές καθολικές ψηφοφορίες αν θέλουμε τα πράγματα να πάνε καλά (κορυφαίο παράδειγμα:

οι ψηφοφορίες για το ευρωσύνταγμα)· η δημοκρατία θεωρείται μεν το σημείο μηδέν της πολιτικής διότι εξασφαλίζει ισονομία και ελευθερία, αλλά με την εμφάνιση της αντιτρομοκρατικής υστερίας, ισονομία και ελευθερία δεν είναι πλέον δεδομένα.

Την ίδια στιγμή η δημοκρατία παραμένει έννοια εμβληματική για το συμβολικό σύστημα της σύγχρονης πολιτικής. Κυλάει από το στόμα των πολιτικών όταν θέλουν να υπενθυμίσουν από πού πηγάζει η εξουσία ( ο λαός μίλησε ), να καθησυχάσουν για τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος ( οι δημοκρατικοί θεσμοί θα δώσουν τη λύση ), αλλά και για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους με τους κανόνες του παιχνιδιού όταν αυτοί δεν τους ταιριάζουν ( είναι δημοκρατία αυτό; )· συχνά τα παραπάνω το ένα μετά το άλλο, την ίδια στιγμή.

Η δημοκρατία χρησιμοποιείται επίσης εύκολα για να διαχωρίσει εμάς από τους άλλους. Σε εθνικό επίπεδο για να διαχωρίσει την πολιτική «ωριμότητα» τη δική μας, σε αντίθεση με την «ανωριμότητα» («οπισθοδρόμηση», «ανοησία») των γειτόνων μας. Διαχωρισμός που βολεύει, διότι έτσι ο εθνικισμός των άλλων μπορεί να καταδικάζεται ως απολίθωμα του παρελθόντος, ενώ ο εθνικισμός ο δικός μας, ο δημοκρατικά εκλεγμένος, να φαίνεται και λίγο ως η έκφραση μιας φυσικής αγωνίας. Σε υπερεθνικό επίπεδο η δημοκρατία ομοίως χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τη (δημοκρατική) Δύση από τον «αναπτυσσόμενο» ή «υπανάπτυκτο» υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και για να στηρίξει την επέμβαση της Δύσης σε άλλα κράτη- ως «εγγυήτριας» της «δημοκρατικής διαδι κασίας»-, ή να δικαιολογήσει την εκτροπή σε κράτη τα οποία η Δύση στηρίζει. Έτσι, η αυταρχικά καπιταλιστική Κίνα θεωρείται ότι περνά μια φάση αναγκαία πριν από τον πλήρη εκδημοκρατισμό, κάτι σαν παιδική ασθένεια· ή ο Καρζάι στο Αφγανιστάν μπορεί να περνάει τον έναν μετά τον άλλον τους ανελεύθερους νόμους, ως αναγκαία υποχώρηση για να ενδυναμωθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί).

Ο σύγχρονος κόσμος, έτσι όπως τον κατανοούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μοιάζει λοιπόν να έχει κάνει τη δημοκρατία, βολική θρησκεία του: ένα χαλαρό δόγμα στο όνομα του οποίου μπορούν να γίνουν τα πάντα, αρκεί η αναφορά, η εικόνα του να μένει σταθερή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο κέντρο των πολιτικών συστημάτων της Δύσης εμφιλοχωρεί και ραγδαία πολλαπλασιάζεται πλέον ένας συγκεκριμένος τύπος επαγγέλματος: λομπίστες, σύμβουλοι πολιτικής επικοινωνίας, κομματικοί δημοσκόποι, πολιτικοί διαφημιστές, που δουλειά τους ουσιαστικά είναι να μανατζάρουν την έννοια δημοκρατία, ώστε το πολιτικό σύστημα να φαίνεται ότι κινείται εντός των ορίων της. Δουλειά που, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι και πολύ δύσκολη ούτε και εντελώς καινούργια καθώς, όπως σημείωνε το 1852 ο Αuguste Βlanqui «η λέξη δημοκρατία δεν είναι παρά μια λέξη λάστιχο». Ο χαρακτηρισμός φαίνεται εύστοχος σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Αγωνιστικός ρόλος

ως απελευθερωτική διαδικασία, επιμένουν οι περισσότεροι από τους συγγραφείς του βιβλίου. Για να γίνει αυτό πρέπει να τη δούμε ως μια μόνιμη πρόκληση, μια έννοια οριακή, ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο εξελίσσεται διαρκώς και για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε. «Η δημοκρατία εμπεριέχει έναν κριτικό και αγωνιστικό ρόλο» λέει ο Ρανσιέρ του Πανεπιστημίου του Παρισιού- Σεν Ντενί. «Είναι ένα άκρο απόλυτης ισότητας το οποίο χτίζεται δυο φορές, αντικειμενικά και υποκειμενικά, στο σώμα της εξουσίας· είναι μια κριτική που εμποδίζει την πολιτική να γίνει αστυνόμευση». Τώρα, θα πει κανείς, όλα αυτά μοιάζουν και λίγο «σίξτις». Ο Νανσί του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, για παράδειγμα, μιλάει για την ανάγκη «να ανοιχτεί η πολιτική στη σφαίρα της τέχνης, της σκέψης, της αγάπης και του πόθου»· εκεί το πάνε στο έργο τους συχνά και οι Μπαντιού, Αγκάμπεν, Ζίζεκ. Η αναλογία με τα ΄60s δεν είναι τυχαία εντέλει. Όλοι αυτοί οι θεωρητικοί προσπαθούν να ρίξουν γέφυρες με τα σύγχρονα κινήματα (εύκολο: τα κείμενά τους ήδη έχουν επηρεάσει τον κινηματικό λόγο).

Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης