Η επιδεινούμενη δημοσιονομική κρίση, η κατάρρευση των εσόδων, η ανησυχητική αύξηση του δημόσιου χρέους και του δανεισμού στην Ελλάδα, έχει οδηγήσει το κράτος να παρακολουθεί με αδυναμία χρηματοδότησης το σύστημα κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στην καταβολή των υποχρεώσεών του. Έτσι, προς το παρόν, συνιστά στα μεγάλα ασφαλιστικά ταμεία να δανειστούν, με την εγγύηση του κράτους, τα αναγκαία ποσά για την απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων κατά τους επόμενους μήνες.

Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια οι ασφαλιστικές παρεμβάσεις των παραμετρικών αλλαγών (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, ποσοστό εισφορών) σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση των κεφαλαιοποιητικών στοιχείων δεν συνέβαλαν στην ενίσχυση της χρηματοδότησης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος.

Έτσι τα περιουσιακά στοιχεία της κοινωνικής ασφάλισης, είτε με την ελλιπή χρηματοδότηση του κράτους, είτε με την αναποτελεσματικότητα των παραμετρικών αλλαγών, είτε με την επιλογή των δομημένων ομολόγων, είτε με τη σημαντική μείωση των τιμών των μετοχών στο χρηματιστήριο, επαρκούν σήμερα για τη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών παροχών ενός έτους.

Την ίδια στιγμή ο νόμος 3655/08 για την προώθηση των ενοποιήσεων των ασφαλιστικών ταμείων, διά μέσου των «κλαδικών κατατμήσεών» τους, αποδιάρθρωσε οργανωτικο-λειτουργικά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Επιπλέον επιδείνωσε την οικονομική του κατάσταση, αποπειράται να καταργήσει τις επιμέρους ρυθμίσεις των Ταμείων υγείας προωθώντας την ενιαιοποίησή τους προς χαμηλότερα επίπεδα υγείας και απέφυγε επιμελώς τη δημιουργία του ασφαλιστικού αποθεματικού.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: με αυτά τα δεδομένα ποιον δρόμο παρεμβάσεων απαιτείται να ακολουθήσει η κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική, προκειμένου να ανασυνταχθεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να εμπλουτισθεί η χρηματοδοτική του ικανότητα για την απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών παροχών αλλά και για τη δυνατότητα δυναμικής βελτίωσης του χαμηλού επιπέδου τους. Με άλλα λόγια, οι απαιτούμενες παρεμβάσεις σε επίπεδο στρατηγικής θα προσανατολισθούν στην επιλογή της κεφαλαιοποίησης ή στην επιλογή ενδυνάμωσης της αναδιανεμητικότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας; Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή της κεφαλαιοποίησης, με το πρότυπο της βασικής σύνταξης χρηματοδοτούμενης από τη φορολογία και με συμπληρωματική σύνταξη χορηγούμενη από την ιδιωτική ασφάλιση με χρηματοδότηση μόνο των ασφαλισμένων και των εργοδοτών για να απαλλαγεί ο κρατικός προϋπολογισμός από συνταξιοδοτικές δαπάνες που δήθεν αυξάνουν τα δημόσια ελλείμματα, επιδεινώνει σοβαρά το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και αυξάνει την επισφάλεια καταβολής των συμπληρωματικών συντάξεων, ιδιαίτερα, σε περιόδους οικονομικής κρίσης και ύφεσης.

Οι διαπιστώσεις αυτές προσανατολίζουν τον προβληματισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης και ύφεσης, προς την κατεύθυνση επεξεργασίας νέου τύπου ρυθμίσεων και νέων προτάσεων πολιτικής ανασύστασης της οικονομίας και ανασυγκρότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Πράγματι, ο προσανατολισμός αυτός επιβάλλεται μεθοδολογικά γιατί- εκτός των άλλων- η οικονομική κρίση και ύφεση αλλάζει πλέον το πλαίσιο αναφοράς για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην οικονομία, στην αναδιανομή του εισοδήματος και στην αγορά εργασίας. Το επίπεδο της απασχόλησης που αποτελεί βασικό παράγοντα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, κατά την διάρκεια της οικονομικής ύφεσης παρουσιάζει αρνητική εξέλιξη. Κατά την περίοδο αμέσως μετά την ύφεση (2012 και μετά) το επίπεδο απασχόλησης προβλέπεται να παρουσιάζει θετική εξέλιξη αλλά μέχρι το 2015 το επίπεδο της απασχόλησης και της ανεργίας δεν θα είναι διαφορετικό από το πριν από την οικονομική κρίση έτος 2008 (7,8% ανεργία). Κατά την περίοδο 2015-2020 η αύξηση της απασχόλησης προβλέπεται ότι θα κυμανθεί στα επίπεδα του 1,5% τον χρόνο, με αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι η ανάκαμψη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας θα συνυπάρχει με υψηλό ποσοστό ανεργίας, Έτσι γίνεται φανερό ότι η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης μετά την οικονομική ύφεση δεν θα επαρκεί για την αναγκαία χρηματοδότηση των συντάξεων αλλά και για τη δημιουργία ασφαλιστικού αποθεματικού για τις νέες γενεές.

Η λύση επομένως βρίσκεται στην ενδυνάμωση του αναδιανεμητικού συστήματος με την ανεύρεση νέων πόρων (αποτελεσματική καταπολέμηση εισφοροδιαφυγής, 9 δισ. ευρώ 2009), ένταξη στην κοινωνική ασφάλιση όλων των μορφών απασχόλησης, εκτός της σταθερής απασχόλησης, συνεπής και συστηματική τριμερής χρηματοδότηση, νέοι πόροι για τη δημιουργία ασφαλιστικού αποθεματικού με σοβαρή αναδιανομή του εισοδήματος).

Oι νέοι αυτοί πόροι μακρο-οικονομικά δεν στερούν την αναγκαία χρηματοδότηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, γιατί, από την άποψη αυτή, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη αποταμίευσης αλλά η έλλειψη κατανάλωσης, που με τη σειρά της θα κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας μας και θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ανισορροπίας και στη σταδιακή αύξηση της απασχόλησης. Η οποία, στον βαθμό που την αφορά, θα αποκαταστήσει την ισορροπία στα οικονομικά των συντάξεων και γενικότερα στην κοινωνική ασφάλιση.

ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ

η ενδυνάμωση του αναδιανεμητικού συστήματος με την ανεύρεση νέων πόρων (αποτελεσματική καταπολέμηση εισφοροδιαφυγής, 9 δισ. ευρώ 2009) και ένταξη στην κοινωνική ασφάλιση όλων των μορφών απασχόλησης

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ