ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΨΗΦΙΔΑ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ
ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ Η ΑΝΤΑ ΔΙΑΛΛΑ,
ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΟΥ ΘΑ
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΡΩΣΙΑΣ- ΕΥΡΩΠΗΣ,
ΕΝΤΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ
ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΟΠΙΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ
Από το ξανθό γένος των προφητειών που θα ερχόταν να σώσει τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τις τρομερές οργανώσεις που υποστήριζαν με όλους τους τρόπους τους Σλάβους αδελφούς τους εναντίον των Ελλήνων, διανύθηκε μια μακρά διαδρομή στο φαντασιακό των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου. Μια μακρά διαδρομή παραγωγής ελπίδων, αλλά και φόβων συνδεδεμένων με τη μεγάλη χριστιανική αυτοκρατορία, και μητέρα- πατρίδα του πανσλαβισμού. Θετικά και αρνητικά στερεότυπα, μυθεύματα και αλήθειες, στηριγμένα από τη μια σε πραγματικές ιστορικές συνθήκες, από την άλλη όμως ενταγμένα σε μια ενδοσκοπική ή συνωμοσιολογική ανάγνωση της στάσης των Ρώσων. Ωσάν να μην είχαν αυτοί τις δικές τους βλέψεις και γεωπολιτικές στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές τους διεργασίες.

Σε αυτές τις διεργασίες στο εσωτερικό της Ρωσίας είναι αφιερωμένη η πρόσφατη μελέτη της Άντας Διάλλα, επίκουρης καθηγήτριας Ιστορίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μελετώντας μία κρίσιμη περίοδο για την αυτοκρατορία, το β΄ μισό του 19ου αιώνα, η συγγραφέας ξεδιπλώνει και αναλύει ένα κουβάρι συζητήσεων αναφορικά με την έννοια της ρωσικότητας. Κουβάρι συζητήσεων και θέσεων που αποτέλεσαν, όπως αναδεικνύει υποδειγματικά η ιστορικός, μια από τις πιο σημαντικές πρώτες ύλες για το πλέξιμο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, τη σχέση με τα άλλα κράτη και ιδιαίτερα τα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στον καθρέφτη του Άλλου μπορεί κανείς πιο εύκολα να αποτυπώσει τον εαυτό του, να διαμορφώσει την εικόνα του.

Εκκινώντας από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και το αίσθημα ανασφάλειας και κριτικής προς την Ευρώπη που γέννησε η ατυχής για τη Ρωσία έκβασή του, η Διάλλα αναδεικνύει τους όρους συγκρότησης του ρωσικού εθνικισμού. Οι μεγάλες κρατικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τον πόλεμο επέτρεψαν, με τη χαλάρωση της αυστηρής λογοκρισίας, σε ένα νέο στρώμα διανοουμένων να θέσουν ερωτήματα αναφορικά με την ταυτότητα και τους προσανατολισμούς του ρωσικού κράτους.

Κεντρικό διακύβευμα στην αναζήτηση της ρωσικότητας αποτέλεσε η σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη, η οποία στο πλαίσιο ενός οριενταλιστικού λόγου αντιμετώπιζε αμφιθυμικά την τσαρική αυτοκρατορία, θέτοντάς την παραδοσιακά στα περιθώρια της πολιτιστικής της παράδοσης. Απέναντι σε αυτή τη στάση θα διαμορφωθούν δύο κύρια ρεύματα σκέψης. Από τη μια οι ρομαντικοί σλαβόφιλοι, όσοι αμφισβητούσαν το ευρωπαϊκό πρότυπο, τονίζοντας τη ρωσική ιδιαιτερότητα, ζητώντας την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες της αυτοκρατορίας πριν από τον εξευρωπαϊσμό που είχε επιχειρήσει ο Μεγάλος Πέτρος. Από την άλλη πλευρά οι ευρωπαϊστές, όσοι υποστήριζαν την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της πλήρους σύμπλευσης και ενσωμάτωσης στη Γηραιά Ήπειρο. Ρεύματα σκέψης που, όπως αναδεικνύει η Διάλλα, παρά τις αντίθετες απόψεις τους συνέκλιναν στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας τον ρώσικο εθνικισμό, προκαλώντας τη δυσπιστία του κράτους, το οποίο στεκόταν ιδιαίτερα επιφυλακτικό σε ό,τι νέο έμοιαζε να αμφισβητεί τις βασικές δομές της αυτοκρατορικής απολυταρχικής εξουσίας. Οι συγγενείς πληθυσμοί

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα τεθεί από τους σλαβόφιλους, με ένταση και με απήχηση στην κοινή γνώμη το ζήτημα της σλαβικής ιδέας, του ιδεολογήματος της κοινής φυλετικής καταγωγής και της πολιτισμικής συγγένειας. Στο πλαίσιο αυτό θα ζητήσουν την ανάμειξη της Ρωσίας για την ενίσχυση του αγώνα των συγγενών πληθυσμών που ζούσαν στα Βαλκάνια. Μελετώντας ένα πολύπλοκο πλέγμα συζητήσεων και πρωτοβουλιών η συγγραφέας επισημαίνει τις προσπάθειες των σλαβόφιλων να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική ιδιαίτερα απέναντι στο Ανατολικό Ζήτημα προκαλώντας την αντίδραση των ευρωπαϊστών, αλλά και τη δυσπιστία του τσαρικού κράτους, το οποίο συνέπλευσε ευκαιριακά μαζί τους με βάση τις δικές του στρατηγικές και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Κορυφαία στιγμή αυτής της σύμπλευσης αποτέλεσε η στάση της Ρωσίας στη βαλκανική κρίση του 1875 και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877, ο οποίος, πρακτικά, αποτέλεσε και το ορόσημο για την εγκατάλειψη του σχετικού ενδιαφέροντος. Η αποτυχία της ρώσικης πολιτικής στα Βαλκάνια, η γνωριμία με τον κόσμο των σλαβικών κρατών- έναν κόσμο με έντονες εσωτερικές αντιθέσεις- οι εξελίξεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν ορισμένα από τα αίτια αυτής της εγκατάλειψης.