«ΕΙΧΕ ΔΙΑΝΥΣΕΙ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΥ
ΔΡΟΜΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΣΚ ΜΕΧΡΙ
ΕΔΩ, ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΜΟΣΧΑ, ΓΙΑΛΤΑ
ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΓΙΑ ΝΑ
ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ Σ΄ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ
ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ
ΕΙΧΕ ΞΑΝΑΦΥΓΕΙ. ΚΑΤΟΠΙΝ Η ΜΗΤΕΡΑ
ΤΟΥ». ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία του «ανθρωπάκου», του κυρίου Ζονάς, Ρωσοεβραίου, του οποίου οι γονείς έφυγαν όταν ήταν μωρό από τη Ρωσία και τώρα είναι παλαιοβιβλιοπώλης στην πλατεία της Αγοράς. Ο πατέρας του και η μητέρα του έχουν επιστρέψει στη Σοβιετική πλέον Ρωσία, τις αδελφές του δεν τις έχει δει ποτέ και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να τις ψάξει. Ζει μια εντελώς μετρημένη ζωή, απολύτως προσαρμοσμένη στο περιβάλλον του, πλην όμως στα συρτάρια του κρύβει μια τεράστια περιουσία.

Γιατί ο κύριος Ζονάς είναι και φιλοτελιστής, μαζεύει όλη του τη ζωή τα μικρά χρωματιστά οδοντωτά χαρτάκια, μερικά εκ των οποίων αξίζουν κάτι εκατομμύρια. Ώσπου μια μέρα ανακαλύπτει πως μερικά απ΄ αυτά, εκείνα με τη μεγαλύτερη αξία, λείπουν από τη σιδερένια κασετίνα όπου τα κρατούσε ώς προχθές.

Μαζί με τα γραμματόσημα έχει εξαφανιστεί και η γυναίκα του, η Τζίνα. Κατά πολύ νεώτερή του, χυμώδης, με ένα κόκκινο φόρεμα που αναδεικνύει τις καμπύλες της, η Τζίνα δεν είναι η πρώτη φορά που εξαφανίζεται.

Συνηθίζει να επισκέπτεται μια φίλη της στην Μπουρζ, η οποία κερδίζει τα προς το ζην και τις επιπλέον γούνες της, νοικιάζοντας τα κάλλη της.

Ο κύριος Ζονάς δεν ενοχλείται από τις αποδράσεις της συζύγου του. Ή, ακόμη κι αν ενοχλείται, δεν το δείχνει. Δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις από τον γάμο του. Πριν παντρευτεί την Τζίνα εκείνη καθάριζε το σπίτι του και το μόνο που της υποσχέθηκε, όταν της έκανε την πρόταση, ήταν ότι μπορεί να της προσφέρει την ηρεμία που της χρειάζεται.

Ακόμη και τώρα που εξαφανίστηκε, για να την προστατεύσει και να μην την εκθέσει στον μικρόκοσμο της Παλιάς Αγοράς, λέει ότι για μια ακόμη φορά έχει πάει στη φίλη της στην Μπουρζ. Ένα μικρό, αθώο, ή σχεδόν αθώο ψεματάκι, το οποίο όμως λειτουργεί ως θρυαλλίδα της μεγάλης έκρηξης που θα ανατρέψει τη ζωή του. Η συνέχεια είναι συναρπαστική. Διαβάστε το και θα το καταλάβετε.

Γοητεία

Πρώτο στοιχείο της γοητείας του Σιμενόν: η άνεση της γραφής. Γράφει σαν να σου αφηγείται την ιστορία πίνοντας ένα ποτήρι κρασί- ο ίδιος έλεγε ότι του άρεσε να γράφει καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας του. Κι όμως αυτή η γραφή, που δεν είναι καθόλου «γραμμένη», έχει την ακρίβεια της μουσικής παρτιτούρας. Καμιά λέξη δεν περισσεύει, όλες οι φράσεις βρίσκουν τη χρωματική ακρίβεια που απαιτεί η θέση τους μέσα στην ιστορία. Απ΄ αυτήν την άποψη μπορούμε να πούμε πως ο Σιμενόν είναι ο λιγότερο Γάλλος από τους γαλλόφωνους συγγραφείς. Ήταν Βέλγος, θα μου πείτε, όμως βρήκε τη θέση του σε μια λογοτεχνία, όπως η γαλλική, για την οποία η «γραμμένη» έκφραση υπήρξε το κυρίαρχο υπαρξιακό της έρεισμα.

Δεύτερο στοιχείο της γοητείας του: χωρίς να το καταλάβεις σχεδόν, λες και το κάνει κατά λάθος, ή παρεμπιπτόντως σαν «ειρήσθω εν παρόδω», περιγράφει με τέτοια ακρίβεια τον κόσμο του, εκεί που άλλοι σε γεμίζουν με υπερβολικές δόσεις αναλύσεων και λοιπών κοινωνιολογικών και ψυχολογικών μπαχαρικών. Διαβάστε το και θα βρείτε όλα τα χαρακτηριστικά της μικροαστικής γαλλικής επαρχίας, μιας κοινωνίας κλειστοφοβικής, μισαλλόδοξης, που παρακολουθεί το κάθε σου βήμα πίσω από τις μισάνοιχτες γρίλιες και είναι έτοιμη να σε κατασπαράξει όταν διαπιστώσει ότι σε «κάτι» δεν της μοιάζεις. Δεν είναι «κακοί» οι άνθρωποι, όπως θέλουν να μας τους παρουσιάσουν οι ηθικολόγοι του προοδευτισμού, απλώς έτσι είναι.

Πέρυσι το καλοκαίρι, διάβασα καμιά δεκαριά ιστορίες του δικού μας Γιάννη Μαρή- μια ελληνική εκδοχή του Σιμενόν. Και σκεφτόμουν πως σε κανέναν άλλον συγγραφέα της εποχής δεν μπορείς να βρεις μια τόσο ακριβή περιγραφή της αστικής Ελλάδας των δεκαετιών ΄50 και ΄60. Χωρίς αναλυτικές επιτηδεύσεις, χωρίς θεωρητικά εργαλεία…

Τρίτο στοιχείο της γοητείας του Σιμενόν: αυτός ο Ανθρωπάκος ήταν γεμάτος εκπλήξεις. Για διαβάστε αυτό το σημείο, προς το τέλος του κειμένου: «Μια μικρή ομάδα έξω εξακολουθούσε να κοιτάζει το σπίτι και ο Ζονάς δεν έριξε καν μια ματιά για να δει ποιοι την αποτελούσαν- για εκείνον δεν ήταν παρά μια ζωντανή κηλίδα μες τον ήλιο».

Όπου ο Ζονάς μεταμορφώνεται σε Μερσό και η γραφή του Σιμενόν συναντάει τις πιο καίριες στιγμές του Καμύ, όταν ο δικός του «ξένος» τυφλώνεται από τον ήλιο και πυροβολεί τη «ζωντανή κηλίδα», τον Άραβα που βρέθηκε μπροστά του. Στο υπέδαφος του Ανθρωπάκου, εν κατακλείδι, υπάρχουν τα κοιτάσματα αυτής της τραγικής εκδοχής του παραλόγου που επέτρεψε στη λογοτεχνία να αναπνεύσει από τα αδιέξοδα της ψυχολογικής αράχνης που έτρωγε το σφρίγος.

Είναι ένα αριστούργημα. Διαβάστε το χωρίς ανάσα, έτσι όπως γράφτηκε, για να το απολαύσετε αφού, εκτός των άλλων, είναι και εξαιρετικά μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Αργυρώ Μακάρωφ.