Δεν μπορείς να γνωρίσεις, λες, έναν τόπο αν δεν τον μυρίσεις, αν δεν τον περπατήσεις. Στα νησιά, όμως, η βουτιά κάνει τη διαφορά, καθώς τα νερά αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την εποχή και την ώρα. Αν δεν ανοίξεις τα μάτια σου χωρίς τη μάσκα μέσα στο νερό πώς μπορείς να ξεχωρίσεις τη μια θάλασσα από την άλλη; Πώς ξέρεις αν άλλαξε με τα χρόνια που πέρασαν, αν βιάζεσαι να ανέβεις στον αφρό για να ρουφήξεις αέρα από τον αναπνευστήρα; Πώς μπορείς να νοσταλγείς χωρίς να βουτήξεις;

Πάνω στα βράχια, στην άμμο ή στην άκρη μιας βάρκας, πριν πέσω στη θάλασσα αναζητώ τον ήλιο. Τον θέλω να φωτίζει φευγαλέα τον δρόμο προς τον βυθό για να σπρώξω πρώτα με τα χέρια το νερό κι αφού ξεχάσω τη στεριά, να ανοίξω τα μάτια. Βλέπεις, είναι η ορμή, χρόνια τώρα, κολλημένη στη λαχτάρα. Σπαρταριστή και ψαρίσια. Άλλοτε της προσμονής κι άλλοτε της φυγής.

Σαν αυτή που ώθησε τον Βασίλη και μένα να κουβεντιάζουμε για ώρες στην πλώρη, έξω από ένα νησί- τη Μονή- μια σπιθαμή γης, δίπλα στην Αίγινα. Βούτηξα για να ξεφύγω από τις μνήμες μου, με το σχοινί παραμάσχαλα και έδεσα τη βάρκα. Ο Βασίλης, Έλληνας εξ Αιγύπτου, που ήρθε πριν από 50 χρόνια από το Κάιρο στην Αθήνα, μιλούσε για τον πατέρα του Γιώργο, που γεννήθηκε στη Μενεμένη, ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη. Η ταυτότητά του έγραφε, όπως μου είπε, «Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης». Με αυτήν ταξίδεψε για Αίγυπτο το 1921, έναν χρόνο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπρος στα μάτια μου ακόμα ζωντανή η εικόνα της καμένης αττικής γης. Στον βυθό οι πρόσφυγες της Ανατολής. Πίσω στην Αθήνα οι λαθρομετανάστες από τη Λέσβο.

Αιολική φθινοπωρινή γη, χωρίς μια στάλα άνοιξης, στον δρόμο της επιστροφής.