ΕΚΑΤΟΝ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗ ΜΟΝΑΔΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ
ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ. ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ,
ΜΕ ΤΡΑΧΕΙΟΣΤΟΜΙΑ. ΤΡΕΙΣΗΜΙΣΙ ΜΗΝΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ
ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. ΉΜΑΛΛΟΝ
ΟΧΙ ΑΝΑΜΕΣΑ, ΑΛΛΑ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΠΑΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ. Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ, ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ, ΤΗ ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ, ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Το στοίχημα της βιωματικής γραφής είναι ένα δύσκολο εγχείρημα όταν είσαι αποφασισμένος να μην ενδώσεις στο δέλεαρ μιας ναρκισσιστικής αγιογραφίας. Ο πόνος εξευγενίζει, εξανθρωπίζει, ανυψώνει, όμως όλα αυτά τα ηθικοπλαστικά ιδεώδη δεν είναι στις προθέσεις του συγγραφέα. Είναι σκληρός με τη σκληρή πραγματικότητα ενός αβοήθητου, σε κατάσταση στέρησης οργανισμού, ενός οργανισμού έκθετου σε έναν τρόμο. Τον τρόμο της ανάδυσης του «ψυχωτικού πυρήνα του εαυτού μας», ενός πυρήνα που καιροφυλακτεί, έτοιμος να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκραγεί σε ακραίες, απειλητικές για την ύπαρξη συνθήκες. Μια τέτοια ακραία συνθήκη έζησε ο συγγραφέας. Σε κατάσταση στέρησης και φαρμακευτικής καταστολής, διασωληνωμένος και καθηλωμένος στον στρεσογόνο θάλαμο της Εντατικής, παύεις να είσαι εσύ. Κάποιος ή κάτι άλλο έρχεται στη θέση σου. Θρυμματίζονται όλες οι πρότερες βεβαιότητες και μια άλλη αίσθηση της πραγματικότητας παίρνει το πάνω χέρι. Με αφοπλιστική αμεσότητα, με το αφιλόκερδο βλέμμα μιας αθωωτικής εγρήγορσης, ο Τζαβάρας σε αυτό το ταξίδι μεταμορφώνει τον αναγνώστη σε συνταξιδιώτη. «Πηγαίνω στην κόλαση αλλά περίμενέ με, θα γυρίσω πίσω να αφηγηθώ το ταξίδι». Έτσι είναι σαν να λέει στον αναγνώστη κλείνοντάς του το μάτι. Με αυτή την έννοια τολμώ να πω ότι ήταν κάπου μοιραίο να καταφέρει να γυρίσει πίσω ο συγγραφέας. Από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε μαζί με την Ελένη αποφασίσει τα της αφηγηματικής αποτύπωσης της περιπέτειάς του. Και τέτοιες γενναίες αποφάσεις δεν μπορεί παρά να σε αποζημιώνουν. Η φύση (ο Θεός, το πεπρωμένο ή η τύχη αν προτιμάτε) μοιάζει να είναι συνήθως γενναιόδωρη απέναντι σε τέτοιες επιλογές.

Σε κάθε σελίδα συναντιέσαι με την αγωνία και το άρρητο αίτημα ενός πάσχοντος σώματος, ενός αβοήθητου οργανισμού να μη χάσει την ηθική υπόστασή του, να μην αφυδατωθεί η υποκειμενικότητά του, να μη μετατραπεί σε άβουλο αντικείμενο.

«Είμαι κι εγώ θεός, είμαι ήρωας, είμαι φιλόσοφος,είμαι δαίμονας και είμαι κόσμος, κάτι που συνιστά τον πιο περιφραστικό τρόπο για να πω ότι δεν υπάρχω». Αυτή την ιδιότυπη συνθήκη αθανασίας που περιγράφει ο Μπόρχες μοιάζει να έζησε και να αποτυπώνει στο έργο του ο Θ.

Τζαβάρας. Διασωληνωμένος, κοιμώμενος, τελών εντούτοις σε μια ιδιάζουσα αφύπνιση, ο συγγραφέας αφήνεται ολόκληρος στο επινοείν, στο ανακαλύπτειν, που δεν είναι άλλο από το ενθυμείσθαι…

Όμως η δύναμη του βιβλίου αυτού δεν εξαντλείται στην αυτοαναφορικότητά του. Είναι ταυτόχρονα και ένα συγκλονιστικό δοκίμιο για τη νόσο, τον θάνατο, τις σχέσεις αρρώστου- νοσηλευτή, την ψυχοσωματική προβληματική. Τη σημασία της παρουσίας των δικών σου ανθρώπων. Η αγωνία της γραφής, το μέλημα των λέξεων που κάνουν τα απόντα πράγματα ωσεί παρόντα, είναι εμφανής από την πρώτη μέχρι την τελευταία γραμμή. Η αρετή της ποιητικότητας, που δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνικής γραφής, διατρέχει το κείμενο και μας θυμίζει μαζί με τον Τόμας Μαν ότι η αρρώστια είναι το μαγικό βουνό του ανθρώπου. Ένα βιβλίο δώρο στον κάθε άρρωστο. Δηλαδή στον καθένα μας.

Θανάσης Τζαβάρας

ΤΑΞΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

ΕΚΔ. ΣΥΝΑΨΕΙΣ, ΑΘΗΝΑ 2008 ΣΕΛ.

118, ΤΙΜΗ 15 ΕΥΡΩ