Υπάρχει στη νεότερη πεζογραφία μας ένα χάσμα γενεών που εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, και σαν κενό ιστορικής μνήμης. Οι πεζογράφοι που γεννήθηκαν μετά το 1958 (όριο στατιστικό και όχι απόλυτο) δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να συνομιλήσουν με τις γενιές των γονιών και των παππούδων τους για τις ιστορικές περιπέτειες εκείνων. ΄Εχουν την τάση να απορρίπτουν, συχνά με ειρωνεία, τις «ηρωικές παρακαταθήκες» τους, γιατί βλέπουν σ΄ αυτές είτε αγώνες για αμφίβολους και υπονομευμένους σκοπούς είτε παραφουσκωμένα μικροκατορθώματα, που εξαργυρώθηκαν αργότερα στο πολλαπλάσιο, σαν τα οικόπεδα της Μονής Βατοπεδίου. Σε κάθε περίπτωση βλέπουν κάτι που δεν τους αφορά και τους ενοχλεί με τον πομπώδη ή δακρύβρεχτο τρόπο παρουσίασής του, εξυψωμένον μάλιστα εν τω μεταξύ σε επίσημο, θεσμικό λόγο. Με λίγα λόγια, η σχέση τους με τις γενιές της Αντίστασης και του Εμφυλίου, των Λαμπράκηδων και του Πολυτεχνείου καθορίζεται από πολιτικοϊδεολογική αποξένωση. Και επειδή οι γενιές αυτές χωρίς την πολιτική ιδεολογία τους θα φαίνονταν σήμερα σαν παρτιτούρες χωρίς νότες, μπορούμε να μιλήσουμε για ιστορική αποξένωση.

Βρίσκω μια πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση σ΄ αυτήν εδώ τη νουβέλα του Ηλία Μαγκλίνη, δεύτερο βιβλίο του γεννημένου το 1970 πεζογράφου. Ενδιαφέρουσα όχι τόσο επειδή αποκαθιστά μια μορφή ιστορικής συνέχειας όσο επειδή το κάνει σ΄ ένα επίπεδο βαθύτερο από το πολιτικό και ιδεολογικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοεί το πολιτικοϊδεολογικό στίγμα των προγονικών γενεών, αλλά ότι το βλέπει σε μια διαφορετική, καινούργια προοπτική.

Η νουβέλα περιστρέφεται γύρω από την τεταμένη, δραματική, κυριολεκτικά σωματοποιημένη σχέση ανάμεσα σ΄ έναν πατέρα και την κόρη του. Εκείνος, εξηντάρης σήμερα, γιος κομμουνιστή αντάρτη και Μακρονησιώτη, αριστερός ο ίδιος, βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια της Χούντας, με αποκορύφωμα τον σεξουαλικό βιασμό του. ΄Επειτα από αυτό βυθίστηκε σ΄ ένα είδος παραίτησης. Εγκατέλειψε την πολιτική δράση, αφοσιώθηκε στις μεταφράσεις και αποφεύγει να μιλάει για το παρελθόν. Η κόρη του, η Μαρίνα, γεννημένη το 1975, είναι καλλιτέχνιδα και έχει ως πρότυπό της τη συνονόματή της Σέρβα περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς, με τα ακραία, σοκαριστικά δρώμενα που χαρακτηρίζουν τις εμφανίσεις της στη σκηνή.

Με μια πρώτη ματιά, τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Ζουν σε διαφορετικούς κόσμους, κάτι που υπογραμμίζεται και από τις μουσικές προτιμήσεις τους: εκείνος ακούει σήμερα κλασική μουσική, εκείνη μοντέρνα συγκροτήματα (ενώ απεχθάνεται τους Θεοδωράκηδες και Λοΐζους, με τους οποίους τη μεγάλωσε ο πατέρας της). Και σαν να θέλει ο συγγραφέας να υπαινιχτεί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αντιπαράθεση γούστων ή ευαισθησιών, ούτε καν γενεών, αλλά με μια καινούργια κατάσταση, που έχει επιβάλει τους δικούς της όρους έκφρασης, οι τίτλοι όλων των κεφαλαίων της νουβέλας του είναι τίτλοι τραγουδιών στα αγγλικά, και όχι μόνον αυτό, αλλά πρόκειται για τραγούδια με ΄Ελληνες συνθέτες και εκτελεστές.

Ωστόσο, ένα αόρατο νήμα συνδέει τα παλιά βιώματα του πατέρα με τις ανησυχίες της κόρης. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν είναι καθόλου αόρατο, ίσα ίσα, είναι πολύ υλικό, σάρκινο, μόνο που ο πατέρας αρνείται (ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται) να το δει, να καταλάβει τι σημαίνει και να το αποδεχτεί. Η Μαρίνα, η οποία έχει διαισθανθεί από παιδί τα μόνιμα ψυχικά τραύματα που άφησαν στον πατέρα της τα βασανιστήρια, υποβάλλει το σώμα της σε ολοένα πιο επώδυνες δοκιμασίες, το κακοποιεί με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, και αργότερα μεταφέρει αυτή τη διάθεση αυτοκατασπάραξης στην τέχνη της: οι περφόρμανς και οι εγκαταστάσεις της, με την ίδια στο επίκεντρο, είναι γεμάτες αίμα, πόνο, φρίκη, σωματικούς εξευτελισμούς και παραμορφώσεις, αγωνία θανάτου.

Η Μαρίνα υποδύεται ψυχαναγκαστικά το μαρτύριο του πατέρα της, κάτι περισσότερο μάλιστα, το αναπαράγει πάνω της, παρόλο που αισθάνεται ξένη προς τα ιστορικά συμφραζόμενά του. Γιατί το κάνει αυτό;

Ένα μέρος της απάντησης βρίσκει την πιο εύστοχη διατύπωσή του στο καταληκτικό επεισόδιο του βιβλίου, όταν ο πατέρας της Μαρίνας τολμάει επιτέλους να ξανακοιτάξει και να ψαύσει αυτό που απωθούσε για δεκαετίες. «΄Ηταν λες και το ίδιο μου το σώμα συνεργαζόταν με αυτούς. ΄Ενας από τους βασανιστές. Ο χειρότερος απ΄ όλους». Ο πρώην αγωνιστής μισεί το σώμα του, γιατί τον εξευτέλιζε, γιατί τον έκανε να φοβάται θανάσιμα, να αισθάνεται ανήμπορος και ασήμαντος απέναντι στους βασανιστές του. Η κόρη του αναδέχεται την κληρονομιά αυ τού του μίσους και την οδηγεί στα άκρα: οικειοποιούμενη τον ρόλο του πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα και των βασανιστών του, αναλαμβάνει να τιμωρήσει το σώμα της για τις αδυναμίες που σπέρνει μέσα της, να το εκμηδενίσει, να αναδυθεί θριαμβεύτρια μέσα από τον πόνο τηςό,τι ακριβώς δεν κατάφερε ο πατέρας της.

Αλλά, όπως είπα, αυτό είναι μόνον ένα μέρος της απάντησης. ΄Ενα άλλο, σημαντικότερο, είναι το αίσθημα της οφειλής, που το μαρτύριο του πατρικού πρότυπου κληροδοτεί στην επόμενη γενιά. Ο πατέρας της Μαρίνας νιώθει πως, όταν ο δικός του πατέρας τού διηγείτο τους αγώνες και τις ταλαιπωρίες του, ήταν σαν να του έλεγε «πρέπει κι εσύ να υποφέρεις περισσότερο, δεν έχεις υποφέρει αρκετά». Είναι, όπως συνειδητοποιεί μπαίνοντας σε μια εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή και βλέποντας τους πιστούς να λατρεύουν τον Επιτάφιο, σαν την υποθήκη που άφησε ο σταυρωμένος Ιησούς στους χριστιανούς όλων των αιώνων. Αν ο πατέρας της Μαρίνας εξόφλησε το χρέος πόνου προς τον παππού της στο όνομα του ίδιου σκοπού, αυτή δεν ξέρει σε ποιον βωμό να καταθέσει τη δική της οφειλή. Τη μεταφέρει, λοιπόν, μεγεθυσμένη στην τέχνη, αλλά σαν μια παρατεινόμενη εκκρεμότητα, σαν μια προπαρασκευή θυσίας, που περιμένει αυτό που θα της δώσει νόημα.

Υπάρχει όμως και μια άλλη ερμηνευτική διάσταση. Η μεταμοντέρνα εποχή της Μαρίνας, η δική μας εποχή, ειδωλοποιεί το ανθρώπινο σώμα, τη σωματική ομορφιά, διαζευγμένη όμως από οποιαδήποτε έκφραση εσωτερικότητας, χωρίς τίποτα το υπερβατικό, μια άψυχη ομορφιά που χρησιμεύει απλώς σαν διαφημιστικό δέλεαρ, καταναλωτικό γκάτζετ και η ίδια. Απέναντι σ΄ αυτή τη φενάκη, η τέχνη της Μαρίνας, η τέχνη της Σέρβας συνονόματής της ή ενός Φράνσις Μπέικον, αντιπροσωπεύει μια διαμαρτυρία, μια σπαρακτική και βαθύτατα πολιτική υπόμνηση της αλήθειας, που το πραγματικό της πρόσωπο ξεπρόβαλλε χτες στις φυλακές της ελληνικής χούντας, σήμερα στα Αμπού Γκράιμπ και τα Γκουαντάναμο: το ανθρώπινο σώμα είναι πιο αδύναμο και ασήμαντο παρά ποτέ, μπορεί πολύ εύκολα, και μάλιστα με σαδιστική ηδονή, να παραμορφωθεί, να μαγαριστεί, να βιαστεί, να εξαρθρωθεί, να διαμελιστεί, και οι εικόνες του έσχατου εξευτελισμού του να γίνουν το φανερό αντικείμενο του κρυφού πόθου μιας παγκόσμιας οφθαλμολάγνας κουλτούρας.

Ασυνήθιστα πρωτότυπη στο θέμα, ασυνήθιστα (πολύ περισσότερο για μια νουβέλα) σύνθετη στην προβληματική, Η ανάκριση του Ηλία Μαγκλίνη είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα κείμενα που μας έδωσε φέτος η ελληνική πεζογραφία.

Ηλίας Μαγκλίνης

Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ

ΕΚΔ.: ΚΕΔΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2008, ΣΕΛ.

128, ΤΙΜΗ: 21 ΕΥΡΩ