Εάν η ιστορία των Μέσων Ενημέρωσης αναπόφευκτα περιλαμβάνει και κάποιες αξιωματικές παραδοχές, η προφανέστερη μάλλον εντοπίζεται στην αντίστροφη σχέση προϊοντικής ανέχειας και στοχευμένης φύσης των αγαθών. Με λίγα λόγια, όσο οι τεχνολογικές δυνατότητες και το κόστος παραγωγής (ή ακόμα και το νομοθετικό πλαίσιο) επέβαλλαν εκ των πραγμάτων ολιγοπωλιακές αγορές, τα προϊόντα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας είχαν ένα ισχυρό στοιχείο «γενικού ενδιαφέροντος», με την έννοια ότι απευθύνονταν σε όλους- ή σχεδόν σε όλους. Ο λόγος απλός: όσο ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, τόσο σπανίζει το φαινόμενο της εξειδίκευσης κι έτσι κάθε αγαθό ρέπει προς μέγιστη κάλυψη αγοράς. Στο πέρασμα του χρόνου αυτό άλλαξε, με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ (αλλά και τα επιμέρους προϊόντα) να αρχίσουν να αποκτούν ένα ξεχωριστό προφίλ: για παράδειγμα, η τηλεόραση και τα περιοδικά έγιναν περισσότερο γυναικεία Μέσα, οι εφημερίδες επένδυσαν στο ανδρικό φύλο, ενώ το ραδιόφωνο και το Διαδίκτυο προέκυψαν ως έντονα νεανικές επιλογές.

Εάν σε αυτήν την πορεία υπάρχει μία σταθερή, παράλληλη τάση, αυτή πιθανότατα συνίσταται στη διαρκή αύξηση της γυναικείας επιρροής στα μιντιακά προϊόντα και στις υπηρεσίες που διατίθενται στην αγορά. Όχι πως οι γυναίκες βρέθηκαν ξαφνικά στο προσκήνιο: ιστορικά, σε όλες τις δυτικές χώρες υπήρχαν τηλεοπτικές εκπομπές ή περιοδικά που στόχευαν στο γυναικείο φύλο, καθώς πληθώρα διαφημιζομένων αναζητούσαν όχημα ώστε να επικοινωνήσουν με τη νοικοκυράαυτή καθόριζε άλλωστε όχι μόνο τις ανάγκες του σπιτιού αλλά και ποιες συγκεκριμένες μάρκες θα τις καλύψουν. Σε αυτό το αρχέτυπο προστέθηκε- πριν από τριάντα ή σαράντα έτη- ένα νέο, αυτό της εργαζόμενης γυναίκας, κοινωνικά απελευθερωμένης και οικονομικά ανεξάρτητης, που δαπανά σημαντικό μέρος του εισοδήματός της για την ίδια. Εάν η διαφήμιση, χρηματοδοτώντας τα ΜΜΕ, σχηματίζει

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

και τα περιοδικά έγιναν περισσότερο γυναικεία Μέσα, οι εφημερίδες επένδυσαν στο ανδρικό φύλο, ενώ το ραδιόφωνο και το Διαδίκτυο προέκυψαν ως έντονα νεανικές επιλογές

τη μορφή των συγκεκριμένων αγορών, τότε δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ελάχιστα Μέσα παραμένουν πρώτιστα ανδρικά. Για παράδειγμα, το Διαδίκτυο- σωστά;

Όχι πλέον. Εάν τα παραπάνω φαντάζουν κάπως τετριμμένα, η αυξανόμενη παρουσία γυναικών στο Ίντερνετ αποτελεί σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Το νέο Μέσο ξεκίνησε ως υπόθεση νέων, ευκατάστατων ανδρών, με τα (σχετικά ολιγάριθμα) «θηλυκά» sites να υφίστανται ως «γκέτο», όπως- λόγου χάρη- τα γυναικεία περιοδικά που εντίθενται σε κυριακάτικες εφημερίδες. Ωστόσο, η είδηση δεν βρίσκεται τόσο στη σημερινή ισορροπία των δύο φύλων στο Ίντερνετ όσο στη διαφαινόμενη δυναμική: στην πλέον σύγχρονη έκφανση του νέου Μέσου, δηλαδή στα λεγόμενα social media (κυρίως κοινότητες χρηστών όπου ο καθένας έχει τη σελίδα του με ό,τι περιεχόμενο επιθυμεί και την οποία «συνδέει» με αυτές φίλων), οι γυναίκες δείχνουν να κυριαρχούν. Όχι πως οι άνδρες περνούν λιγότερο χρόνο μπροστά στον υπολογιστή τους: απλώς, τείνουν να προτιμούν τα video games, τον τζόγο και (κάποιοι) την πορνογραφία. Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής εταιρείας Rapleaf, οι άνδρες προσεγγίζουν το Μέσο με έμφαση στις συναλλαγές, ενώ οι γυναίκες δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη σχέσεων. Έχει σημασία αυτό; Όταν τα social media αποτελούν τον νέο πόλο προσέλκυσης online διαφήμισης, προφανώς.

Ενδιαφέρουν όλα αυτά τις εφημερίδες; Εκ πρώτης όψεως, όχι ιδιαίτερα. Ωστόσο, ειδικά για τα ημερήσια επί πληρωμή φύλλα (δηλαδή την κατηγορία που αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες κυκλοφοριακές και διαφημιστικές προκλήσεις), πιθανόν να αναδεικνύουν εκ των πραγμάτων μία αξιοσημείωτη ευκαιρία: την αποκλειστική στόχευση στο ανδρικό κοινό. Μία τέτοια προσέγγιση σίγουρα δείχνει επικίνδυνα ριζοσπαστική, αφού ενέχει σαφές ρίσκο απώλειας τμήματος των υπαρχόντων αναγνωστών. Εν τούτοις, ίσως αξίζει να συζητηθεί- ειδικά δεδομένης της δεδηλωμένης συνεχούς δυσκολίας των ανά τον δυτικό κόσμο διαφημιστών να εντοπίσουν αρκετά οχήματα για να επικοινωνήσουν μόνο με άνδρες. Και σίγουρα μία συζήτηση με θέμα τη διέξοδο από τις σημαντικές, χρονίζουσες δυσκολίες θα έπρεπε να αρχίσει με την απλή παραδοχή ότι, προς το παρόν, καμία άλλη συνταγή δεν έχει πετύχει.

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και αντιπρόεδρος του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία