Ήταν Σεπτέμβριος του 1966 όταν ο 48χρονος κλητήρας του Νοτιοαφρικανικού Κοινοβουλίου Μίμης Τσαφέντας πλησίασε τον πρωθυπουργό δρα Φερβούντ, γνωστό και ως αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, σαν να ήθελε κάτι να του πει. Οι παρευρισκόμενοι σκέφτηκαν ότι πιθανότατα θα τον ρωτούσε αν διψούσε για να του φέρει νερό καθώς θα ακολουθούσε ομιλία του.
O πρωθυπουργός έστρεψε το κεφάλι του για να τον ακούσει. Με μία αστραπιαία κίνηση ο ελληνικής καταγωγής Τσαφέντας έβγαλε ένα μαχαίρι και του κατάφερε τέσσερις μαχαιριές στον λαιμό και την καρδιά. Ο Φερβούντ έμεινε για λίγο ακίνητος και μετά έπεσε μπροστά στο έδρανο. Ο πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής ήταν νεκρός και η αρχή για τον ξεσηκωμό των μαύρων μόλις είχε γίνει. Ακόμα όμως και όταν ο Μαντέλα ανέλαβε την κυβέρνηση, ο Τσαφέντας δεν χαρακτηρίστηκε «απελευθερωτής»- ούτε καν τον έβγαλαν από τη φυλακή.
Σαράντα δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής Χέντρικ Φερβούντ μία ελληνική έρευνα ρίχνει φως στην αθέατη πλευρά της ψυχής του δολοφόνου του.
«Μετά τον θάνατο του Φερβούντ ειπώθηκε μέχρι και ότι ο Τσαφέντας ήταν ο αντιπρόσωπος του αντίχριστου-
ΕΙΧΕ ΣΧΕΔΙΑΣΕΙ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Αυτό που καταρρίπτει τη θεωρία ότι τον έβαλαν σιωνιστές ή κάποια παράταξη ήταν το γεγονός ότι είχε σχεδιάσει τη δολοφονία δύο με τρεις μήνες πριν
και αυτό γιατί η ημερομηνία της δολοφονίας ήταν 6/9/66», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Μανώλης Δημελλάς, που κατέγραψε την έρευνά του σε φιλμ και την παρουσίασε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Λίγο μετά το τραγικό συμβάν, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες για τη δράση τού ελληνικής καταγωγής δολοφόνου. Κάποιοι υποστήριζαν ότι ήταν βαλτός από αντίπαλη παράταξη, άλλοι ότι τον έπεισε να το κάνει η μαύρη φιλενάδα του.
«Αυτό που καταρρίπτει τη θεωρία ότι τον έβαλαν σιωνιστές ή κάποια κομματική παράταξη ήταν το γεγονός ότι είχε σχεδιάσει τη δολοφονία δύο με τρεις μήνες πριν. Ο Τσαφέντας σύχναζε μόνο σε μέρη με Έλληνες, σε ένα ελληνικό καφενείο στο Κέιπ Τάουν και στο λιμάνι όπου εκείνη την περίοδο είχε προσαράξει το «Ελένη». Εκεί του πούλησαν ένα πιστόλι γιατί τους είχε μιλήσει για τα σχέδιά του. Το πιστόλι αυτό αποδείχθηκε πασχαλιάτικο και μετά προχώρησε στην αγορά των μαχαιριών. Αυτό δείχνει ότι δεν υπήρχε κάποιος που τον προμήθευε με όπλα και τον καθοδηγούσε», λέει ο Μανώλης Δημελλάς.
Δεν άφηνε το μαχαίρι
«Προσπαθούσαν να του πάρουν το μαχαίρι από τα χέρια αλλά δεν μπορούσαν λόγω του ότι ο Τσαφέντας βρισκόταν σε μεγάλη ένταση και δεν το άφηνε. Τότε ο υπουργός Τουρισμού του έδωσε μία γροθιά» αναφέρει ο Άλεξ Μουμπάρης, συγκρατούμενος του Τσαφέντα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Πρετόρια. Ο ίδιος ο δολοφόνος στη μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε λίγο πριν πεθάνει το 1999, υποστήριζε ότι ο Φερβούντ «ήταν ανήθικος άνθρωπος, έτσι αποφάσισα να τον σκοτώσω».
Ήθελε να γίνει μαύρος
Ο ΜΙΜΗΣ ΤΣΑΦΕΝΤΑΣ γεννήθηκε το 1918 στη Μοζαμβίκη από Έλληνα πατέρα και αυτόχθονη «κολοράτη» μητέρα. Παρά το γεγονός ότι συνήθης τακτική ήταν αυτά τα παιδιά να μην αναγνωρίζονται από τον λευκό γονιό, ο Μιχάλης Τσαφαντάκης τον αναγνώρισε. Με μία μικρή διαφορά:
το όνομα στο πορτογαλικό διαβατήριό του ήταν Τσαφέντας.
Ο Μίμης πέρασε τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας μαζί με τη γιαγιά του στην Αλεξάνδρεια και σε ηλικία 8 ετών ταξίδεψε στην Νότια Αφρική για να βρει τον πατέρα του, που είχε παντρευτεί και είχε κάνει οικογένεια με Ελληνίδα. Ο οικογενειακός γιατρός εκεί θα τον χαρακτήριζε «pocco idiota», δηλαδή μικρό ηλίθιο, εξαιτίας μιας παραμόρφωσης που είχε διαπιστώσει στα δόντια του.
Κατά την ενηλικίωσή του ο Τσαφέντας έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και άρχισε να εργάζεται ως ναυτικός. «Μιλούσε επτά γλώσσες άνετα ενώ τα ελληνικά του ήταν άπταιστα», αναφέρει ο κ. Άκης Απέργης, ακτιβιστής που σήμερα ζει στη Νότια Αφρική. Όταν ο Τσαφέντας πέρασε από την Ελλάδα-κάθησε περίπου 2 χρόνια- έμενε στον Πειραιά και στο Κολωνάκι. Μετά τον θάνατο του πατέρα του τη δεκαετία του 1960 ο Τσαφέντας επέστρεψε στη Νότια Αφρική και άρχισε να συζεί με μία μαύρη. Τότε αιτήθηκε να αλλάξει το χρώμα που αναγραφόταν στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος για να μπορέσουν να παντρευτούν.
Το απαρτχάιντ δεν το δέχθηκεωστόσο προσελήφθη στο Κοινοβούλιο ως κλητήρας. «Πώς τον άφησαν να πάρει τη δουλειά; Στη Βουλή μπορούσαν να εργάζονται μόνο Νοτιοαφρικανοί πολίτες», λέει η ετεροθαλής αδελφή του Ελένη Τσαφαντάκη.
Τον βασάνιζαν για 4 χρόνια
«ΕΠΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ, από το 1966 έως το 1970, τον έδερναν 7 φορές την ημέρα, του έκαναν βασανιστήρια όπως στρίψιμο των γεννητικών οργάνων και του χορηγούσαν φάρμακα», λέει ο τότε συγκρατούμενός του Μουμπάρης. Όπως επισημαίνει ο Μανώλης Δημελλάς, ο Τσαφέντας κατά τα πρώτα χρόνια της φυλάκισής του είχε ακόμα τα λογικά του. «Ο Μουμπάρης βρισκόταν ακριβώς στο διπλανό κελί από αυτό του Τσαφέντα. Ο Τσαφέντας του έλεγε τότε: “Εσύ θα φύγεις κάποια στιγμή ενώ εγώ θα μείνω. Γι΄ αυτό πρέπει να τρώω καλύτερα από εσένα”. Και του έτρωγε το φαγητό. Μία μέρα ο Τσαφέντας εξομολογήθηκε στον Μουμπάρη “τον σκότωσα τον νταή τους”», αναφέρει ο Δημελλάς.
«Μετά τη δολοφονία, δεν θέλαμε να τον ξέρουμε ως οικογένεια», αναφέρει η ετεροθαλής αδερφή του. «Μας είχε ζητήσει να τον επισκεφτούμε στη φυλακή αλλά του είπαμε ότι δεν θέλουμε», συμπληρώνει. Τελικά, το 1992 ο Τσαφέντας μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική φυλακή του Κέιπ Τάουν όπου θα πέθαινε επτά χρόνια αργότερα. Στην κηδεία του το 1999 παραβρέθηκαν λίγοι δημοσιογράφοι και 4 Έλληνες. Το φέρετρό του φέρει την εξής επιγραφή: «Δημήτρης Τσαφέντας, κομμουνιστής, χριστιανός, αγωνιστής της ελευθερίας». Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει τάφος παρά μόνο μια πέτρα στο σημείο όπου είναι θαμμένος.