ΤΟ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΤΟΥ ΑΛΑΑ ΑΛ-ΑΣΟΥΑΝΙ,
ΜΙΑ ΤΟΛΜΗΡΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ
ΙΣΛΑΜΙΚΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΥΤΥΧΕΙ ΣΤΗΝ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ, Η
ΟΠΟΙΑ ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΑΠΙΣΤΕΙ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ
ΠΡΟΤΥΠΟ ΡΙΧΝΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟ
ΦΩΣ ΣΤΗ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
Πολλοί έχουν παραλληλίσει το δημοφιλές μυθιστόρημα του Αιγύπτιου συγγραφέα (Πόλις, μτφ Αχ. Κυριακίδης) με το 10 του Μ. Καραγάτση. Με τη βασική του πλοκή να εγγράφεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990- στη διάρκεια του πρώτου πολέμου στον Περσικό – το Μέγαρο Γιακουμπιάν, ένα συγκρότημα πολυτελών κατοικιών, κτισμένο στο Κάιρο τη δεκαετία του ΄30, που σήμερα βιώνει ως επί το πλείστον την εγκατάλειψη και την παρακμή, γίνεται το αφηγηματικό πλαίσιο αλλά και η μετωνυμία μιας αποκαλυπτικής ανατομίας της σημερινής κοινωνίας του Καΐρου. Τόπος συμβίωσης και συμπλοκής των διαφορετικών ιστοριών ανθρώπων από όλο το κοινωνικό φάσμα, των μυστικών, των παθών τους, αλλά και των αδήριτων αναγκών τους. Σταυροδρόμι, όπου το παρόν μιας χώρας, σημαδεμένο από τη φτώχεια, τη βία, τον ισλαμικό εξτρεμισμό, τη διαφθορά, την εκπόρνευση, την υποκρισία, τον αθέμιτο πλουτισμό και την παρακμή συναντάται, διαπλέκεται κι αναμετριέται μ΄ ένα παρελθόν που η ιστορική απόσταση και μια γενικευμένη σύγχρονη δυσφορία αναδεικνύουν σε χωρόχρονο των χαμένων ευκαιριών.

Στην εποχή του Μεσοπολέμου

Είναι η εποχή του Μεσοπολέμου, τότε που το Κάιρο δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει το Παρίσι ή τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στο κτισμένο σε ύφος Αρτ Ντεκό Μέγαρο Γιακουμπιάν κατοικούσαν πασάδες, διπλωμάτες και γενικότερα άνθρωποι που ο μεγάλος πλούτος τους μετριόταν σε χρήμα, χρυσό, γυναίκες, ισχύ και επιρροή. Οι σαρωτικές αλλαγές που θα σηματοδοτήσει το πραξικόπημα της 23ης Ιουλίου του 1952, ανατρέποντας τον βασιλιά Φαρούκ, θ΄ αλλάξουν- και όχι μόνο μία φορά- την κοινωνική διαστρωμάτωση των ενοίκων (όπως άλλωστε και των κατοίκων της χώρας). «Ένα άτεγκτο κύμα θρησκοληψίας θα σαρώσει την αιγυπτιακή κοινωνία» που μαζί με τις ευρωπαϊκές επιρροές θα συμπαρασύρει και τη- διεθνή- σπουδαιότητα της πόλης. Τα παλιά δώματα θα κατακερματιστούν και οι εναπομείναντες ξεπεσμένοι αριστοκράτες- μαζί με τις κατακερματισμένες αναμνήσεις τους- θα συνυπάρξουν με τους διεφθαρμένους νεόπλουτους αλλά και με τη «νέα, λαϊκή κοινωνία που αναπτύσσεται στην ταράτσα του Μεγάρου» με παιδιά που τρέχουν ξυπόλητα και μισόγυμνα, «γυναίκες που περνούν τη μέρα τους μαγειρεύοντας, κουτσομπολεύοντας και καυγαδίζοντας» και άνδρες που επιστρέφοντας εξαντλημένοι προσβλέπουν σε τρεις απολαύσεις:

ένα πιάτο φαΐ, «λίγο μουασέλ (με χασίς, αν υπάρχει)» και σεξ.

Προσφεύγοντας στην αφάνεια, τη διαφθορά ή απλώς την καπατσοσύνη- «άλλο πράγμα είναι η ζωή και άλλο ό,τι δείχνουν στις αιγυπτιακές ταινίες» – για να προφυλαχθούν από την «πλημμυρίδα των κυβερνητικών διώξεων» ή της τυφλής θρησκοληψίας οι άνθρωποι ζουν και ερωτεύονται, επιζητώντας το χρήμα, την εκδίκηση ή τη σεξουαλική απόλαυση, οι γυναίκες πουλούν περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτα το κορμί τους, εξίσου απροκάλυπτα πουλιούνται και οι βουλευτικές θέσεις ή άλλες ανάλογες «εξυπηρετήσεις» με ανταλλάγματα μίζες εκατομμυρίων, οι ομοφυλόφιλοι- σε μια

Αlaa el-Αswany

ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΓΙΑΚΟΥΜΠΙΑΝ

ΜΤΦ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ, 2007 ΣΕΛ. 316,

ΤΙΜΗ 16 ΕΥΡΩ

τολμηρή για τα ήθη της κοινωνίας του συγγραφέα πραγμάτευση του θέματος- ρισκάρουν εκτός από την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους, ενώ οι φτωχοί και περιφρονημένοι των κοινωνικών διακρίσεων γίνονται πρόθυμοι στρατιώτες της Τζιχάντ, πειθήνιοι εκτελεστές αιματηρών επιθέσεων, πεπεισμένοι ότι «Ισλάμ και δημοκρατία είναι έννοιες αντίθετες», σε έναν κόσμο άλλωστε που δεν «είναι παρά ένα σύντομο και μεταβατικό στάδιο στη ζωή της αθάνατης ψυχής».

Ο Ζακί Πασά, ο κοσμοπολίτης πλούσιος μεσήλικας που αντιστέκεται, ο Ταχά, ο γιος θυρωρού που μπαίνει στις τάξεις των εξτρεμιστών του Ισλάμ, η Μποσιάνα, που αποφασίζει να εκμεταλλευτεί το σώμα της πριν το κάνουν οι άλλοι, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας Αζάμ που υποκύπτει τελικά στη διαφθορά και στέλνει χειροπόδαρα δεμένη τη δεύτερη γυναίκα του για να κάνει έκτρωση, ο Χατίμ ο ομοφυλόφιλος αστικής καταγωγής και δημοσιογράφος σε μεγάλη εφημερίδα. Δίχως ίχνος διδακτισμού, ή αντιθέτως κυνικού αμοραλισμού, ο συγγραφέας οικονομεί και πλέκει τη δράση των ηρώων του με ρεαλισμό και ένταση, εναλλάσσοντας την οπτική του γωνία, εξισορροπώντας τις συγκρούσεις με λελογισμένες δόσεις δράματος, βυθίζοντας με την ίδια τόλμη την πένα του στη γλώσσα του αισθησιασμού, αλλά και στην τόσο επιρρεπή στη διαφθορά ανθρώπινη φύση.