ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΗ ΜΟΥΖΕΝΙΔΟΥ, ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ
ΝΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΑΣ, ΤΑ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 17 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ
ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ, ΕΚΕΙΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ. ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΜΟΥΖΕΝΙΔΗ,
ΤΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΝΩΡΙΣ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΒΑΘΙΑ ΠΛΗΓΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΜΟΥΖΕΝΙΔΗ, ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ, ΤΡΥΦΕΡΗΣ ΚΑΙ ΓΝΟΙΑΣΜΕΝΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΑΙ ΜΑΝΑΣ
Στην πρώτη χρονιά που λειτούργησε εν μέσω χούντας η Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη, πέρα από μια σειρά δέκα μαθημάτων που δίδαξα, είχα και ένα σεμινάριο. Ανάμεσα στους εγγεγραμμένους διάβασα και το όνομά της, ενός- δύο χρόνων ηθοποιού, απόφοιτης της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ήδη είχε μετάσχει ως ηθοποιός παίζοντας την κόρη του Καρακατσάνη στον «Ραμόν Νοβάρο» του Μάτεσι. Η παρουσία της στο σεμινάριό μου με εξέπληξε, διότι την εποχή εκείνη ο πατέρας της κυριαρχούσε στο Εθνικό Θέατρο και στην Επίδαυρο και συχνά είχε κριθεί αρνητικά, ιδιαίτερα στις φεστιβαλικές παραστάσεις.
Η συμμετοχή της στα πρώτα μαθήματα ήταν εμφανώς επιθετική και κάπου εκεί στο τρίτο ή τέταρτο μάθημα έμεινε στο τέλος και με ευγένεια, θα έλεγα με αιδημοσύνη, με ρώτησε ακριβώς γι΄ αυτό που φαινόταν να τη στενοχωρεί. Της εξήγησα πως έτσι παίζεται το παιχνίδι και ο καθένας κρίνει και κρίνεται, εκτίθεται δημόσια και λογοδοτεί στον χρόνο. Τη ρώτησα αν η ίδια έχει όραμα για τη δουλειά που διάλεξε και έσπευσα να της πω πως αποκλείεται να μην έχει, αφού μεγάλωσε σ΄ ένα σπίτι με έναν λόγιο, δημιουργικό πατέρα, με μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της χώρας, έναν πατέρα με αμετακίνητο όραμα που το υπηρετεί με νύχια και με δόντια. Θα ήθελα λοιπόν να μού επιτρέψει και μένα να έχω ένα όραμα για τη θεατρική τέχνη και να το υπηρετώ με πείσμα και, αν ήθελε, και με φανατισμό. Αν το δικό μου όραμα και το όραμα του Μουζενίδη δεν συμπίπτουν, ο μεταξύ μας διάλογος, η δημόσια αντιπαράθεση έχει κριτές το κοινό και άτεγκτο δικαιοκρίτη τον χρόνο. Μαλάκωσε και στη συνέχεια των σεμιναρίων ήταν και ανοιχτή και συνεργάσιμη, είχε αναλάβει μάλιστα και μια εργασία που την εκτίμησα ως αξιόλογη.
Τότε ήταν που συζητώντας μαζί της πληροφορήθηκα πως σκόπευε να μεταπηδήσει σε θεωρητικές σπουδές και να επιδιώξει ακαδημαϊκή καριέρα. Της είπα πως επειδή κι εγώ ξεκίνησα με άξιο, όπως εκείνη, δάσκαλο, από την πρακτική του θεάτρου, η σκηνική της πείρα θα τη βοηθούσε να θεμελιώσει στερεότερα τις θεωρητικές της απόψεις.
Ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών με κάλεσε να συμμετάσχω ως μέλος επιτροπής για την πρώτη υποτροφία που προκηρύχθηκε με αντικείμενο σπουδών μεταπτυχιακών στο εξωτερικό Θεατρολογία. Τα άλλα δύο μέλη ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Στην πρώτη σύσκεψη με τα στελέχη του ιδρύματος με έκπληξη πληροφορηθήκαμε πως υπήρξε μόνο μία υποψηφιότητα- τόλμησα τότε να αμφισβητήσω ότι είχε γίνει πλατιά δημόσια ενημέρωση προς τους ενδιαφερομένους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως άνοιγε επιτέλους μια κρατική οικονομική θύρα για τα θεατρολογικά θέματα και δεν έτρεξαν κάποιοι να επωφεληθούν. Την επόμενη συνεδρίαση το ίδρυμα μάς έθεσε υπόψη κάθε στοιχείο που αποδείκνυε όντως πως η προκήρυξη είχε κοινοποιηθεί σε εφημερίδες, πανεπιστήμια, σωματεία ηθοποιών, συγγραφέων και εκπαιδευτικών.
Προχωρήσαμε στην εξέταση του μοναδικού υποψηφίου που έγραφε με καλυμμένη κόλλα ενώπιον μόνον των υπηρεσιακών παραγόντων. Όταν αποσφραγίστηκε το γραπτό, που είχε βαθμολογηθεί ξεχωριστά από τους τρεις της επιτροπής με άριστα, αποκαλύφθηκε πως υποψήφια για την υποτροφία ήταν η Αγνή Μουζενίδου. Σπεύδω εδώ να πω πως είχα σχεδόν τρομάξει με την ύλη που όφειλε να μελετήσει και είχα σχολιάσει πως όποιος γνωρίζει αυτά τα πράγματα δεν επιδιώκει σπουδές, αλλά πανεπιστημιακή έδρα!
Η Αγνή έφυγε στο εξωτερικό για τρία χρόνια και επέλεξε τρία χρόνια σε διαφορετικές χώρες λόγω μάλιστα και της γλωσσομάθειάς της, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, όπου θήτευσε δίπλα σε μεγάλους θεατρανθρώπους. Έτσι, θυμάμαι πως πολύ αργότερα, όταν η Αθήνα ήταν η πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (μια πρωτοβουλία έξοχη της Μελίνας Μερκούρη) και ευτυχήσαμε να δούμε στην Αθήνα διάσημες παραστάσεις από διάσημους συντελεστές, η Αγνή ήταν σύμβουλος- διερμηνέας, ξεναγός, του Πίτερ Χολ (που έφερε τον «Κοριολανό» με τον ΜακΚέλεν), του Πίτερ Μπρουκ (με την «Μπαμχαβαράτα») και του Πέτερ Στάιν (με την «Ορέστεια»), σκηνοθέτες που η Αγνή γνώρισε και σπούδασε και οι οποίοι την εκτιμούσαν.
Το 1981 η Ελλάδα έχασε, μέσα σε έξι μήνες τέσσερις σημαντικότατους σκηνοθέτες, τον Ροντήρη, τον Κατσέλη, τον Κωστή Μιχαηλίδη
Η Αγνή δεν άντεχε αυτόν τον κόσμο, αυτή την κοινωνία, αυτή τη Ζωή. Ήταν πλασμένη από την Ύλη των Ονείρων
και τον Μουζενίδη. Ουσιαστικά ορφάνεψαν και τέσσερις ακμαίες δραματικές σχολές, ώστε έκτοτε να λέμε πως δεν έχει πλέον μεγάλους Δασκάλους το θέατρό μας. Η Αλέκα Κατσέλη που διαδέχθηκε τον Πέλο στη Σχολή τους μού έκανε την τιμή να με καλέσει να τη βοηθήσω ως θεωρητικός και συνάμα κάλεσε και την Αγνή να διδάξει υποκριτική. Ήταν η τρίτη μας συνάντηση. Την είχε καταβάλει ο θάνατος του πατέρα της. Ο Μουζενίδης ήταν έξοχος άνθρωπος και τρυφερός πατέρας, αλλά είχε επενδύσει πάνω στο προικισμένο παιδί του πολλά και δυσβάσταχτα για να μπορέσει μόνο του πια να τα αντιμετωπίσει.
Είχε κανείς την εντύπωση πως το συνεσταλμένο αυτό κορίτσι λογοδοτούσε ανά πάσα στιγμή, νοερά, στη σκιά του πατέρα της, ενός λόγιου και συχνά από ενδιαφέρον- σίγουρα- φορτικού δασκάλου. Η Αγνή μπροστά στις φανταστικές ευθύνες που είχε αναλάβει, με υπερβολικά τονισμένο το αίτημα (που είχε γαλουχηθεί να επιζητεί) της αυτοκριτικής, το έβαζε στα πόδια, είχε μια ανεξήγητη τάση φυγής όταν βρισκόταν σε πλήθουσα αγορά, σε τάξη, σε συνάθροιση, σε συνέδριο. Ακόμη και τα γραπτά της, οι επιστημονικές της εργασίες με κόπο πολύ και δισταγμό και αυστηρό έλεγχο έφευγαν από το γραφείο της. Ανέβαλλε συνεχώς, αγχωνόταν που ανέβαλλε, πανικοβαλλόταν, και έχτισε ένα προφίλ τρομαγμένου ανθρώπου μπροστά σε φανταστικά και, συχνά, ανύπαρκτα εμπόδια. Ο διορισμός της στο νεοϊδρυθέν το 1990 Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ως λέκτωρ και η προαγωγή της σε επίκουρη καθηγήτρια χάρη στην απέραντη στοργή με την οποία τη στήριξαν οι κατά περιτροπή πρόεδροι Σπύρος Ευαγγελάτος και Βάλτερ Πούχνερ και όλοι οι συνάδελφοι με εξάρχοντα τον φίλο της και σύγχρονό της Πλάτωνα Μαυρομούστακο, της έδωσε μερικές ανάσες ζωής.
Η Αγνή όμως δεν άντεχε αυτόν τον κόσμο, αυτή την κοινωνία, αυτή τη Ζωή. Ήταν πλασμένη από την Ύλη των Ονείρων, κάτι σαν τη Μιράντα της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ που ζώντας στο έρημο νησί με τον εξόριστο, μάγο Πρόσπερο τρομάζει όταν συναντά ανθρώπους και απειλείται συνεχώς από τον πρωτογονισμό και τον βίαιο τρόπο του όποιου Κάλιμπαν.