Δεν παίζουμε με τις λέξεις


Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι στις λέξεις δεν έχει σημασία το νόημά τους αυτό καθαυτό, όσο ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε. Ή μάλλον πως το νόημά τους δεν έχει καμια απολύτως σημασία, ο τρόπος εκφοράς και χρωματισμού τους είναι αυτός που τους δίνει το περιεχόμενό τους. Για οικόπεδα-φιλέτα μιλάνε τόσο αυτοί που τα ορέγονται, όσο και εκείνοι που τα έχουν στην κατοχή τους. Αλλά για «οικόπεδα-φιλέτα» μιλάνε και οι ακτήμονες ή όσοι δεν έχουν φανταστεί ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν να τους ενδιαφέρουν. Ωστόσο οι τέσσερις αυτές κατηγορίες έχουν «συνεννοηθεί» θαυμάσια μεταξύ τους ως προς κάτι που, οι τρεις τουλάχιστον, θα έπρεπε με την απαξία που θα εκφράζανε για τη λέξη και την έννοια «φιλέτο» να είχαν μεταβάλει σε μηδαμινή την αξία του. Κανένα γεγονός, καμια λέξη, κανένα αντικείμενο, κανένας άνθρωπος ακόμη ακόμη, δεν έχουν την παραμικρή αξία, αν όλοι οι άλλοι αποφασίσουν να μην τους την αναγνωρίσουν. Το ενενήντα τοις εκατό της ταλαιπωρίας και των βασάνων που πλήττουν την ανθρωπότητα προέρχονται από το γεγονός πως οτιδήποτε διαθέτει αξία, μεταβάλλεται σε «πρώτο», σε «προτεραιότητα», σε «πρωταρχική ανάγκη». Έτσι, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ανοίγουν την όρεξη για το «φιλέτο», με τον τρόπο που χρησιμοποιούν τη λέξη, τόσο ο άπληστος που το γεύεται καθημερινά όσο και ο άνθρωπος που δεν θα το δοκιμάσει ποτέ. Ακόμα και αυτήν τη διαφορά θα μπορούσε κανείς να την κατανοήσει, αν δεν άνοιγε ως συνέπεια ένα άπατο βάραθρο: να φαντάζεται πως καταγγέλλει και συρρικνώνει τον «φιλετούχο» ο ακτήμονας, ενώ με τον θαυμασμό που προφέρει τη λέξη «φιλέτο» τού αυγαταίνει αυτόματα την αξία των «κομματιών» του.

Από τις ιδιοφυέστερες φράσεις του Γιάννη Τσαρούχη που, μέσα στον καταιγισμό της αχαλίνωτης ευφυΐας του, δεν έχει προσεχθεί όσο θα χρειαζόταν είναι πως «Ένας μόνον τρόπος υπάρχει για να καταργήσουμε τους κλέφτες, να τους περιφρονήσουμε». Ενώ φαντάζεται κανείς πως αυτό ακριβώς θα επιθυμούσαν και οι κλέφτες, δηλαδή την ηθική μόνο κύρωση και όχι την ποινική, γιατί έτσι θα ήταν δυνατόν να ενεργούν ακόμα πιο ασύδοτα, στην ουσία θα περιέρχονταν σε πραγματικό αδιέξοδο, γιατί με την περιφρόνηση θα έπαυε να αναγνωρίζεται αξία στα κλοπιμαία και θα πνίγονταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα σε άχρηστα πράγματα. Πώς θα συνεννοηθούμε τελικά; Περιφραστικά. Δύσκολο και να καταλάβει κανείς πως σε εποχές δημοκρατίας η «γλώσσα» χρειάζεται την ίδια προσοχή και προφύλαξη όπως σε εποχές δικτατορίας. Για παράδειγμα, να μη χρησιμοποιούμε τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί, έτσι ώστε χρησιμοποιώντας τες μόνο οι ίδιοι να εκτίθενται ακόμα και για τον πιο ανυποψίαστο. Να μην πιάνουμε όλοι οι άλλοι στο στόμα μας τις λέξεις «οργάνωση», «διαφάνεια», «εντιμότητα», «καθαρότητα», «προοπτική», «μέλλον». Αν πρόθεση (τι λέμε, στόχος απολύτως συνειδητός) των πολιτικών είναι με την επανάληψη να διαφθείρονται οι λέξεις ώστε να μη λένε τίποτα πια και να γίνονται αποδεκτές ως σωτήριες μέσα στην κοινότοπη και αχρηστεμένη διατύπωσή τους, εμείς την κάθε μία από αυτές τις λέξεις να τη λέμε με τρεις-τέσσερις άλλες λέξεις.

Να καταδικάσουμε δηλαδή τους πολιτικούς και τα ακόμη πιο επικίνδυνα φερέφωνά τους, ώστε με το να λένε μόνο οι ίδιοι ορισμένες λέξεις, να τις ακούμε σαν να εννοούν το ακριβώς αντίθετό τους, δηλαδή να αυτοκαταγγέλλονται. Ενώ δηλαδή θα λέγεται η λέξη «διαφάνεια», εμείς θα ακούμε τη λέξη «μαυρίλα». Ενώ θα διαβάζουμε τις λέξεις «ένα πανίσχυρο κόμμα», εμείς θα σκεφτόμαστε «τόσο περισσότερο θα μπορούμε να σας βάλουμε στο χέρι όλους». Αντί, δηλαδή, να τρέμουμε εμείς να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «εντιμότητα», να πανικοβάλλονται οι ίδιοι οι πολιτικοί όταν πρόκειται να την ξεστομίσουν καθώς θα αισθάνονται πως ενώπιον ακροατηρίου θα αποκαλύπτονται ως ανέντιμοι. Διαφορετικά, άστεγη και μετέωρη θα πλανάται μέσα στον κόσμο η φράση του Κόλεριτζ «Η ιστορία μιας λέξης είναι συχνά μεγαλύτερη από την ιστορία μιας εκστρατείας» και η λέξη «φιλέτο» ακόμα πιο επικίνδυνη έστω και αν αφορούσε σε σάπιο κρέας.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»