Ο ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ ΤΟΥ 2006 ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ. ΣΕ ΑΥΤΟ, ΜΙΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΣΤΑ ΒΑΘΗ
ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΑΣΣΟΜΕΝΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Ένας κυνικός μετά Χριστόν προφήτης θα μπορούσε να πει ότι ο Ορχάν Παμούκ έκανε τις πρέπουσες κινήσεις προκειμένου να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ. Αξιοποίησε τη γνωστή υποτροφία του Πανεπιστημίου της Αϊόβα και εντάχθηκε από νωρίς στο δυναμικό του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Φρόντισε για την έγκαιρη μετάφραση των μυθιστορημάτων του στα αγγλικά. Έπαιξε με σοβαρότητα και εγκράτεια τον ρόλο του παρεμβατικού διανοουμένου και αναφέρθηκε ανοιχτά στην παραχάραξη της Ιστορίας που μεθοδεύεται από το τουρκικό κράτος. Πήρε μέρος σε ποικίλες διεθνείς συνάξεις δραστήριων συγγραφέων και εκφώνησε ομιλίες.

Καλλιέργησε μία λογοτεχνία που συνδυάζει τον εξωτισμό με την ιστοριογραφία, ένα σύγχρονο υβρίδιο που στοχεύει στην ικανοποίηση της γνωστικής περιέργειας των αναγνωστών της Δύσης. Έπειτα από όλα αυτά στο πρόσωπο του Τούρκου τιμήθηκε ολόκληρη η κατηγορία «World Fiction», στην οποία έχουν καταχωρηθεί πεζογράφοι όπως ο Ουμπέρτο Έκο, ο Σάλμαν Ρούσντι, ο Μπεν Όκρι, ο Βίκραμ Σέιτ, ο Τίμοθι Μο, ο Μάικλ Οντάτζε και αρκετοί άλλοι.

Ένας θαυμαστής του συγγραφέα, από την άλλη, θα απαντούσε ότι όλα τα πιο πάνω είναι δείγματα φθόνου, κακής προαίρεσης και έπαρσης. Για τους πιστούς του ο Παμούκ συσσωρεύει στα κείμενά του λεπτουργήματα αξιοποιώντας τα μεταλλεία του Ντοστογιέφσκι, του Μπόρχες και του Καλβίνο. Επινοεί ευαίσθητα και περίπλοκα πρόσωπα με σάρκα και οστά. Αναδεικνύει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πατρίδας και της γενέτειρας πόλης του. Αναζητά στην άδοξη καθημερινότητα το μοναδικό και ανεπανάληπτο, χειρίζεται μοναδικά τις οπτικές γωνίες, αξιοποιεί όσο λίγοι τη διαδικασία της ανάμνησης. Δεν διστάζει, τέλος, να κάνει την αποκαρδιωτική χώρα του πρωταγωνίστρια των βιβλίων του, και έτσι αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μπορεί να ανθήσει και σε έκρυθμες καταστάσεις ή συνθήκες οπισθοδρόμησης.

Ορχάν Παμούκ

ΧΙΟΝΙ

ΜΤΦ. ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΤΟΥ, ΕΚΔ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, 2007 ΣΕΛ. 686, ΤΙΜΗ: 24 #

Τόσο αυτοί που θεωρούν τον Ορχάν Παμούκ επιτήδειο όσο και εκείνοι που τον χαρακτηρίζουν μετρ τον ταυτίζουν με το μυθιστόρημα Με λένε Κόκκινο (1998), μια ιστορία μυστηριωδών φόνων στην οποία το ιδεολογικό παιχνίδι παίζεται πολύ έμμεσα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη του 16ου αιώνα και σε αυτή πρωταγωνιστούν καλλιτέχνες της μινιατούρας που πασχίζουν να δημιουργήσουν ισορροπώντας ανάμεσα στην περσική και τη βενετσιάνικη παράδοση. Εργοδότης τους είναι φυσικά ο Σουλτάνος και πολέμιοί τους οι κληρικοί, που εχθρεύονται κάθε μορφή μεταρρύθμισης και τέχνης.

Στο Χιόνι (2002) το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πλοκή εκτυλίσσεται την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Ο κεντρικός ήρωας είναι ποιητής, έχει γίνει γνωστός με το όνομα Κα, επιστρέφει ύστερα από αυτοεξορία ετών στην Τουρκία και στέλνεται από εφημερίδα στα βάθη της Ανατολίας για να καλύψει δημοσιογραφικά μια σειρά από αυτοκτονίες κοριτσιών. Η πραγματική επιδίωξή του είναι όμως διαφορετική. Έχει μάθει ότι η Ιπέκ, η νεανική του αγάπη, έχει χωρίσει, θέλει να επανασυνδεθεί μαζί της και να την πείσει να τον ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη ή ακόμη και στη Γερμανία. Στη μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Αρμενία, ωστόσο, η υλοποίηση ενός τόσο απλού σχεδίου αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα. Πλησιάζουν δημοτικές εκλογές και οι δολοφονίες υποψηφίων είναι μέρος της καθημερινότητας. Πρώην σύντροφοι του Κα από τον χώρο της Αριστεράς έχουν μεταμορφωθεί σε φονταμενταλιστές. Βετεράνοι προοδευτικοί έχουν φτάσει στο σημείο να εκδίδουν λαϊκίστικες κεμαλικές εφημερίδες. Η Ιπέκ όχι μόνο είχε παντρευτεί ισλαμιστή αλλά και τον είχε αντικαταστήσει με εραστή του ιδίου φυράματος. Χρησιμοποιώντας ως προφάσεις τον κουρδικό κίνδυνο και την προάσπιση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αστυνομικοί συλλαμβάνουν ανθρώπους με αβάσιμες κατηγορίες και τους περιποιούνται καταλλήλως στα μπουντρούμια.