ΣΥΓΓΝΩΜΗ, αυτή η αηδία τώρα, τι ήταν; Αυτό το σαν Πρωτομαγιά ένα πράμα, τι ντέφι βαράει; Θα μου πεις «ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι! Ξύπνα, ξανθιά, 5 πήγε ο μήνας!».

Και; Τι έγινε; Για μένα ο μήνας έχει 9, υπάρχει πρόβλημα; Δικός μου είναι ο εγκέφαλος (λέμε τώρα), ό,τι θέλω τον κάνω! Αν δεν κάψει φλάντζα μόνος του, τον κάνω εγώ στάχτη και μπούρμπερη, τραβάμε κάνα ζόρι;

Ρε παιδιά, εγώ την Πρωτομαγιά τη θυμάμαι θεογκόμενα! Αεράτη, κουκλάρα! Να περπατάει και να τρίζουν τα πατώματα! Να διασχίζει τον δρόμο, η φρεγάτα μου, με το φουστάνι της το πλουμιστό, το λουλουδάτο, το τεχνικολόρ, και να τρακάρουν οι νταλίκες!

Ποια είναι αυτή η αποστεωμένη γεροντοκόρη; Η στεγνή, η ξινή, με τα σφιγμένα χείλη και τη ρυτίδα μόνιμη χαρακιά ανάμεσα στα βλοσυρά της φρύδια; Με το σκούρο ταγιέρ, τον σφιχτό κότσο και το ματομπούκαλο; Από πού μας προέκυψε κρυφίως και υπούλως;

Σημείωση:Το κείμενο που ακολουθεί είναι ακατάλληλο για ανηλίκους κάτω των 18 ετών.Απαραίτητη η γονική συναίνεση!Περιέχει χυδαίο,αισχρό κι άγνωστο στη νέα γενιά λεξιλόγιο: «λουλούδια,στεφάνι,άνοιξη,εξοχή,εκδρομή»!Μιλάμε για τρελή βωμολοχία!

Όταν ήμασταν παιδιά (μετά Χριστόν, σημειωτέον), την Πρωτομαγιά την είχαμε κορόνα στο κεφάλι μας! Τη λαχταρούσαμε, τη γιορτάζαμε, τη γλεντάγαμε, τη χορεύαμε και την τραγουδούσαμε!

Της αλλάζαμε τα φώτα και της βγάζαμε το λάδι!

Θυμάσαι, μαμά; Το πρωί, τα παιδιά ξεχυνόμασταν στις εξοχές της γειτονιάς μας (γειτονιά=μπιπ: Γονείς, είπαμε, μαζέψτε τα ανήλικα, το κείμενο γίνεται πορνό).

Άλλοι κρατούσαμε μεγάλα καλάθια, άλλοι πλαστικές σακούλες (ναι, είχαν εφευρεθεί οι πλαστικές σακούλες). Μαζεύαμε λουλούδια του αγρού (αγρός να γράψω τώρα ή μπιπ;) Ασύλληπτη η ξεπερασούρα ποια θα μαζέψει τα περισσότερα και τα πιο όμορφα. Μετά τα πηγαίναμε στο σπίτι. Το οποίο σπίτι είχε αυλή «αυλή»=μπιπ). Οι μαμάδες είχαν ήδη προμηθευτεί τη στρογγυλή βάση του στεφανιού. Απλώνανε τα λουλούδια μπροστά τους κι άρχιζαν να τα προσθέτουν στο στεφάνι που θα κρεμούσαμε στην είσοδο του σπιτιού! Και θα ΄μενε εκεί μέρες πολλές! Μέχρι να μαραθεί- αλλά πάντα να θυμίζει!

Θυμάσαι, μαμά; Εγώ μάζευα τα λουλούδια (μπιπ), εσύ στόλιζες το στεφάνι (μπιπ). Μύριζε ο αγέρας ευωδιές από παπαρούνες, μαργαρίτες, βιολέτες, μουσακά και σουξέ της εποχής στα ραδιόφωνα. Στρώσε το στρώμα σου για δυο, για σένα και για μένα, ν΄ αγκαλιαστούμε απ΄ την αρχή να ΄ναι όλα αναστημένα. Τραγουδούσαν μανάδες και κόρες! Τα αγόρια παίζανε μπάλα κι οι άντρες πολιτικολογούσανε «μωρέ, κάνε με πρωθυπουργό για 24 ώρες και σου λέω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκος!».

Κι έπειτα οι οικογένειες (οικογένεια=μπιπ) ετοιμάζανε καλάθια με ό,τι πρόχειρο υπήρχε στο ψυγείο (επίσης είχαν εφευρεθεί και τα ψυγεία). Αγγουράκι, ντοματούλα, κάνα βραστό αυγό, κεφτεδάκια, μια μπίρα που θα γινότανε σκέτο κάτουρο, θερμός με δροσερό νερό και μια καρό κουβέρτα. Έτσι ανεβαίνανε παρέες παρέες στον λοφίσκο (λοφίσκος=μπιπ).

Θυμάσαι, μαμά; Στρώναμε την κουβέρτα, απλώναμε τα καλούδια μας, τσιμπολογούσαμε τους μεζέδες της στιγμής, που μας φαίνονταν πεντανόστιμοι! Οι μεγάλοι τσουγκρίζανε την κατουρημένη μπίρα! Τα παιδιά τρέχανε και παίζανε κυνηγητό (μπιπ), κρυφτό (μπιπ), κλέφτες κι αστυνόμους (μπιπ). Μέχρι να πέσει το βράδυ… Μέχρι να τα φτύσουν οι μπαταρίες στο πλαστικό τρανζιστοράκι! Μέχρι η φωνή του Μπιθικώτση να αργοσβήσει στο σούρουπο μαζί με του Μαγιού την πρώτη μέρα!

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες… ( Όχι το παλικάρι, η μέρα!). Μέρα Μαγιού σε χάνω! Εσένα κούκλα του! Εσένα- τη μέρα του Μαγιού!

Θυμάσαι, μανούλα; Εσύ, εγώ και ποιος άλλος; Ποιος θυμάται; Έλα τώρα που γυρίζει! Έλα να μετρήσουμε κεφάλια!

Ποιος άλλος θυμάται, γαμώτο (χωρίς μπιπ);