Στο βιβλίο, η αφήγηση της ιστορίας του στρατοπέδου στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαπλέκεται διαρκώς με μια άλλη ιστορία που συντίθεται. Όπως γράφει η Ρ. Μπενβενίστε στο Επίμετρο: «Από τα ίχνη που αφήνουν οι μεταμορφώσεις του στρατοπέδου μεταπολεμικά, στις διαμάχες που υποκρύπτονται και στα διακυβεύματα που μαρτυρούν». Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, η Α. Βιβιορκά με σχόλια εντός της εξιστόρησης ή σε ξεχωριστά κεφάλαια επιχειρεί να απαντήσει στα πολλά και σύνθετα ερωτήματα που έχει εγείρει τόσο η λειτουργία των στρατοπέδων μαζικής εξόντωσης όσο και το ίδιο το Άουσβιτς ως μνημονικός τόπος. Κάποια από αυτά τα ερωτήματα είναι παλαιά και γνωστά, όπως το πότε έμαθαν οι Σύμμαχοι για τη μαζική εξόντωση των Εβραίων στο Μπίρκεναου και γιατί δεν επιχείρησαν να το βομβαρδίσουν. Λιγότερο γνωστά είναι τα όσα συνδέονται με τη μεταπολεμική ιστορία του Άουσβιτς, καθώς συνδέονται με τις απόπειρες επανεγγραφής του ακραίου και ανεπανάληπτου γεγονότος της γενοκτονίας των Εβραίων, στις ανάγκες ενός μεταβαλλόμενου παρόντος. Η ιστορία του μουσείου του Άουσβιτς και του μνημείου για τα θύματά του στη μεταπολεμική σοσιαλιστική Πολωνία σε συνάρτηση με την επίμονη αποσιώπηση της εβραϊκής ταυτότητάς τους οδηγεί τη συγγραφέα όχι μόνο να εξετάσει τα αυτονόητα ερωτήματα για την πολιτική χρήση του παρελθόντος, αλλά και να θέσει μερικά καίρια ζητήματα σχετικά με τη μνήμη. Ως προς το τελευταίο, η Ανέτ Βιβιορκά δεν αρκείται στο «καθήκον της μνήμης» των ζωντανών προς τους νεκρούς. Προχωρά παραπέρα και σε άλλη κατεύθυνση, αυτήν του παρόντος που θα μας επιτρέψει, όπως υποστηρίζει, να συνειδητοποιήσουμε τις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από τότε και να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν μέσα από το πρίσμα των σημερινών προκλήσεων και διακυβευμάτων, διανοητικών εργαλείων και ιδεών.