Διαρκές το σκάνδαλο με την περιουσία

 


Σε διαρκές σκάνδαλο ελεξίχθηκε η υπόθεση της «βασιλικής περιουσίας», που κατέληξε στην αποζημίωση του Γλύξμπουργκ με 4,6 εκατ. ευρώ, έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ωστόσο, η περιπέτεια του Δημοσίου με τις διεκδικήσεις του τέως βασιλιά θα μπορούσε να μην είχε καν αρχίσει.


Σύμφωνα με νομικούς, μετά το πολιτειακό δημοψήφισμα χρειαζόταν απλώς μια διάταξη στο Σύνταγμα του 1975 για την περιουσία των μελών της πρώην βασιλικής οικογένειας και το θέμα θα είχε ρυθμιστεί. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε είχε κλείσει η Ιταλία το 1947 το ζήτημα της περιουσίας για τα μέλη του οίκου της Σαβοΐας.

Το διάταγμα αυτό δεν συντάχθηκε ποτέ από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή, το θέμα της βασιλικής περιουσίας παρέμεινε σε εκκρεμότητα και στη συνέχεια «κληροδοτήθηκε» στις επόμενες κυβερνήσεις. Ωστόσο, το χουντικό νομοθετικό διάταγμα του ΄73 «περί απαλλοτριώσεως ακινήτου και κινητής περιουσίας του τέως βασιλέως και της βασιλικής οικογενείας» (που ακυρώθηκε όπως όλες οι διατάξεις της χούντας) προέβλεπε την καταβολή αποζημίωσης στους Γλύξμπουργκ για την κατάσχεση. Η αποζημίωση δεν εισπράχθηκε ποτέ. Όμως, μετά τον νόμο για την απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας, του ΄94, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε το 2000 ότι οι Γλύξμπουργκ είχαν «νόμιμη προσδοκία» για αποζημίωση, όπως είχε προβλεφθεί και το ΄73.

Μετά το δημοψήφισμα του ΄74 χρειαζόταν απλώς μια διάταξη στο Σύνταγμα για να λυθεί το ζήτημα της περιουσίας. Το διάταγμα αυτό δεν συντάχθηκε ποτέ από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή και το θέμα «κληροδοτήθηκε» στις επόμενες κυβερνήσεις

Η οικοσκευή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε να κλείσει το ζήτημα της βασιλικής περιουσίας με την περίφημη σύμβαση που υπεγράφη το 1991 και άνοιξε τον δρόμο στον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ για τη μεταφορά της περιβόητης οικοσκευής μέσα σε κοντέινερς. «Τα… κατάλοιπα εκείνης της σύμβασης τα βρίσκουμε ακόμη μπροστά μας», σχολιάζει ο πρώην υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος ήταν ο συντάκτης του νόμου του 1994 για την απαλλοτρίωση της «βασιλικής περιουσίας».

Ο τέως βασιλιάς είχε κοστολογήσει τη διεκδικούμενη περιουσία του σε 161,1 δισ. δραχμές, όπως προκύπτει από τα υπομνήματα που είχε προσκομίσει. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως αποδείχθηκε, δεν συμμερίστηκε τις θέσεις του. Του επεδίκασε όχι πλήρη, αλλά εύλογη αποζημίωση που ανερχόταν σε 4,6 δισ. δραχμές, (13,5 εκατ. ευρώ) ποσό κατά πολύ μικρότερο ακόμη και από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν (συνολικά 14,2 εκατ. ευρώ) στη δημοπρασία από τον οίκο Christie΄s.

Στη δεκαετία του 1980 ο Κ. Μητσοτάκης και Κ. Γλύξμπουργκ είχαν αρχίσει τις πρώτες επαφές για την τύχη της κινητής και της ακίνητης περιουσίας που διεκδικούσε ο τέως βασιλιάς. Διαπραγματεύσεις για το ίδιο θέμα- όπως λέγεταιείχαν γίνει αργότερα και επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, που όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Με την επάνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία ο Κ. Μητσοτάκης ολοκληρώνει τη συμφωνία επιτρέποντας ουσιαστικά στον τέως να πάρει από το Τατόι έναν ολόκληρο θησαυρό. Το Μον Ρεπό.

Έναν χρόνο μετά την υπογραφή της «βασιλικής σύμβασης» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που εκτός από τα κοντέινερς προέβλεπε και την εκχώρηση του θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, ο εκπρόσωπος τού τέως εμφανίσθηκε στο νησί. Οι Κερκυραίοι αντέδρασαν δυναμικά και προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη. Οργανώνοντας την υπερασπιστική τους γραμμή, ζήτησαν γνωμοδότηση από τον πρώην υπουργό κ. Ευάγγελο Βενιζέλο.

Ο τότε εισαγγελέας εφετών Κέρκυρας κ. Αθανάσιος Καφίρης ήταν ο πρώτος που έκανε δεκτή τη «γνωμοδότηση Βενιζέλου». Ο νόμος 2215/94 για την απαλλοτρίωση αμφισβητήθηκε μόνο από τον Άρειο Πάγο, που υπό την προεδρία του Βασίλη Κόκκινου υποστήριξε τις απόψεις του τέως. Η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία έκλεισε οριστικά υπέρ του Δημοσίου το θέμα της «βασιλικής περιουσίας» αποτέλεσε κατά γενική ομολογία των νομικών «ηχηρό μήνυμα» στους Γλύξμπουργκ.

Άγνωστη η τύχη των κλεμμένων


Λίστες επί… λιστών κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες για τη «βασιλική περιουσία». Από την καταγραφή της χούντας το ΄73 έως τα κοντέινερ του ΄91 και τη δημοπρασία στον οίκο Κρίστις φαίνεται πως το Ελληνικό Δημόσιο δεν έμαθε ποτέ τι ακριβώς περιελάμβανε η κινητή «βασιλική περιουσία». Δεν έμαθε όμως ούτε τα αντικείμενα που εκλάπησαν από το Τατόι τη νύχτα της 13ης Φεβρουαρίου 1991: ήταν μόλις ένα εικοσιτετράωρο μετά την ολοκλήρωση της καταγραφής της «οικοσκευής» του Γκλύξμπουργκ και μόλις τέσσερις νύχτες πριν από την έναρξη της μεταφοράς των 1904 «δεμάτων» που φορτώθηκαν στα περίφημα 9 κοντέινερ για να καταλήξουν στη Μ. Βρετανία.

Αυτή η διάρρηξη είχε περάσει τότε στα «ψιλά» της ειδησεογραφίας, ωστόσο η λίστα των κλοπιμαίων που έφεραν στη δημοσιότητα «ΤΑ ΝΕΑ» το 2002 είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον: ο διαρρήκτης, που από τις κινήσεις του είχε φανεί πως ήξερε καλά τα κατατόπια στο Τατόι, είχε πάρει έναν ολόκληρο θησαυρό που περιελάμβανε κοσμήματα με πολύτιμους λίθους και μεγάλο αριθμό εικόνων. Πήρε, όμως, και τρεις πίνακες που η εξαγωγή τους με την «προίκα» τού τέως είχε απαγορευθεί από την επιτροπή καταγραφής που είχαν ορίσει τότε τα υπουργεία Οικονομικών και Πολιτισμού. Έτσι, όπως και για τη «Δόξα των Ψαρών» του Γύζη, που ουδείς γνωρίζει έως σήμερα πού βρίσκεται, το ίδιο ισχύει και για δύο θαλασσογραφίες του Βολανάκη και έναν πίνακα του Σπυρόπουλου.

Στην πραγματικότητα, το μόνο συγκριτικό μέσο που εξακολουθούν να έχουν και σήμερα οι αρμόδιες υπηρεσίες για να αποδείξουν, εφόσον χρειασθεί, ότι δημοπρατούμενα αντικείμενα ανήκουν ή δεν ανήκουν στην πρώην ελληνική βασιλική οικογένεια, είναι η χουντική καταγραφή του ΄73. Το μεγάλο πρόβλημα αυτής της λίστας που γεμίζει 160 σελίδες της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως είναι η «λογιστική» καταγραφή των αντικειμένων και όχι η οικονομική τους αποτίμηση.

Ουδέν νεώτερον για το Τατόι


Η εν κρυπτώ μεταφορά της οικοσκευής της τέως βασιλικής οικογενείας επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1991 στο εξωτερικό δεν φαίνεται να είναι το μόνο «λάθος» στον χειρισμό του ζητήματος της βασιλικής περιουσίας. Το κτήμα Τατοΐου, τα κτίρια και το περιεχόμενό τους παρέμειναν έρμαιο στην εγκατάλειψη του χρόνου και στη φθορά επί δεκαετίες ενώ η πρόταση αξιοποίησης που παρουσίασε την περασμένη άνοιξη το ΥΠΕΧΩΔΕ παραμένει στα χαρτιά…


Τα κτίρια του οινοποιείου, του βουτυροποιείου και τα εργατόσπιτα, πολλά από τα οποία έχουν στέγη από λεπτά κεραμίδια εισαγωγής του 19ου αιώνα, έχουν ήδη σημαντικές φθορές, ενώ στο χάνι έχει μπει στέγη από… ελενίτ. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού που εργάζονται στα έργα αναστήλωσης και συντήρησης από την άνοιξη του 2003, θα ωρειαστεί να γίνουν πάρα πολλές εργασίες ώστε να προληφθεί η πλήρης κατάρρευση. Τα περισσότερα κτίρια στο κτήμα πλην των πρώην ανακτόρων είναι υπό κατάρρευση, ενώ όπως παραδέχονται στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ το Τατόι- που ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο μετά την έκβαση της διαμάχης του τέως με την ελληνική κυβέρνηση επί πρωθυπουργίας Σημίτη- «θ΄ αργήσει πάρα πολύ ν΄ ανοίξει τις πύλες του στο κοινό». Εκτός από τα κτίρια όμως, όπως έχει καταγγείλει επανειλημμένα η Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σημαντική παράλειψη ήταν ότι ουδέποτε έγινε καταγραφή του εσωτερικού των κτιρίων όπως ήταν τις περασμένες δεκαετίες- καταγραφή όχι μόνο με λεπτομέρειες των αντικειμένων ώστε «να γνωρίζουμε τι ακριβώς υπάρχει» αλλά και φωτογραφική που θα βοηθούσε τόσο για εργασίες αναστήλωσης όσο και γι΄ αναπαράσταση του εσωτερικού με σκοπό να χρησιμοποιηθεί αργότερα ως Μουσείο. «Θέλουμε μεγαλύτερη διαφάνεια σε ότι γίνεται στο Τατόι.

Τα προβλήματα όπως και το τελευταίο με τη δημοπρασία πρόεκυψαν λόγω αμοιβαίας δυσπιστίας και έλλειψης συνεργασίας των δύο πλευρών», δηλώνει ο ιστορικός Κώστας Σταματόπουλος, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας και μελετητής του Τατοΐου. «Υπάρχει δε κι ένα τεράστιο θέμα με τα έγγραφα, το αρχείο του κτήματος. Τι έχουν απογίνει όλα αυτά;

Προεδρικό διάταγμα.

Η πρόταση του ΥΠΕΧΩΔΕ για το βασιλικό κτήμα του Τατοΐου, που ενσωματώθηκε στο προεδρικό διάταγμα για την προστασία του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, προβλέπει μέσα τη μετασκευή κτιρίων του κτήματος Τατοΐου σε ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών για τη φιλοξενία προσκεκλημένων του ελληνικού κράτους, μουσείο, χώρο εκθέσεων «ειδικής θεματολογίας», αλλά και αίθουσες κατάλληλες για διοργάνωση συνεδρίων και συμποσίων. Μετά την εξαγγελία

«Θα αργήσει πάρα πολύ να ανοίξει τις πύλες του στο κοινό»

του πακέτου Σουφλιά για την αξιοποίηση των πρώην βασιλικών ανακτόρων του Τατοΐου όμως ουδέν νεώτερον υπάρχει, καθώς ακόμα και το όνομα του αρχιτεκτονικού γραφείου που ανέλαβε να υλοποιήσει τις μελέτες του Π.Δ. παραμένει μυστικό. Στο κτήμα Τατοΐου υπάρχουν 22 κτίρια συνολικής επιφάνειας 3.000 τ.μ. και η αξία του έχει εκτιμηθεί από τον διεθνή οίκο Lambert Smith Ηampton στα 180 δισ. δραχμές το 2002. Τον Νοέμβριο του 2002 το Τατόι μαζί με το Πολυδένδρι και το Μον Ρεπό της Κέρκυρας πέρασαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ύστερα από μακρόχρονη δικαστική διαμάχη με την οικογένεια Γλύξμπουργκ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε αποζημίωση στην έκπτωτη βασιλική οικογένεια ύψους 4,6 δισ. δρχ. ενώ η συνολική αξία των τριών κτημάτων ανερχόταν σε 187,59 δισ. δρχ. Για το Τατόι, το οποίο θεωρείται φιλέτο των τριών εκτάσεων ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ανέφερε ότι «σχεδιάζεται η αξιοποίησή τους ως χώρου πρασίνου, περιπάτου και αναψυχής με ήπιες χρήσεις για να έχει έσοδα». Παλαιότερα η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης και Πολιτιστικής Κληρονομιάς που έχει ειδικό παράρτημα για την αξιοποίηση του Τατοΐου είχε καταθέσει πρόταση σύμφωνα με την οποία ζητούσε τη σύσταση Οργανισμού Τατοΐου υπό την εποπτεία των υπουργείων Πολιτισμού, Περιβάλλοντος και Γεωργίας, με τη συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.