Λέει πολλά το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της θανατικής ποινής είναι εκείνοι που αναστατώνονται περισσότερο απ΄ όλους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την άμεση πραγματικότητα μιας εκτέλεσης, με τις ανατριχιαστικά πεζές τεχνικές λεπτομέρειές της. Το διαπιστώσαμε και με τον απαγχονισμό του Σαντάμ. Εκείνοι που εξέφρασαν με τον πιο φορτισμένο τρόπο τον αποτροπιασμό τους διαμαρτύρονταν για την προβολή του σχετικού βίντεο, όχι για την ίδια την εκτέλεση ή τον θεσμό της θανατικής ποινής. Φυσικό ήταν. Γιατί είχαν αναγκαστεί να δουν κατάματα ότι αυτό που επικροτούν είναι φριχτότερο από αυτό που βδελύσσονται. Το ψυχρό τελετουργικό της θανάτωσης ενός ανθρώπου από τη «συντεταγμένη πολιτεία» φανερώνει πολύ μεγαλύτερη απανθρωπιά από εκείνη ενός αιμοσταγούς δολοφόνου, ο οποίος στο κάτω κάτω μπορεί και να έχει συναισθήματα. Από αυτή την άποψη, μου φαίνεται πως το λιγότερο απάνθρωπο στοιχείο στη σκηνή της εκτέλεσης του Σαντάμ ήταν ακριβώς η έκρηξη του μίσους των δημίων του.

Την τεχνολογία του επίσημου φόνου πραγματεύεται ο Τζέφρι ΄Αμποτ στο βιβλίο του Το εγχειρίδιο του καλού δήμιου (μετάφραση Παντελής Ανδρικόπουλος, εκδόσεις Νάρκισσος, Αθήνα 2006, σελίδες 414), όπου με βρετανικό φλέγμα και ξερό, μακάβριο χιούμορ (ό, τι πρέπει για ν΄ αναδειχτεί η ψυχρότητα της διαδικασίας) περιγράφει καταλεπτώς 76 τρόπους εκτέλεσης που έχουν εφαρμοστεί ή εξακολουθούν να εφαρμόζονται από διάφορους «πολιτισμούς». Ένα βιβλίο που σου κόβει την ανάσα και που μεταξύ άλλων καταρρίπτει το κύριο επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής: τον παραδειγματισμό των πολιτών ή υπηκόων.

Μερικές από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές του αφορούν τη συμπεριφορά του φιλοθεάμονος κοινού κατά τις εκτελέσεις, οι οποίες, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ακόμα και σε χώρες της Δύσης όπως η Γαλλία ή οι ΗΠΑ ήταν δημόσιες ώς και τη δεκαετία του 1930 (και, φυσικά, έχουν ξαναγίνει de facto δημόσιες την εποχή της τηλεόρασης και της ψηφιακής κάμερας). Μας παρουσιάζουν ένα εξαχρειωμένο, βάρβαρο, θανατολάγνο πλήθος, ανάμεσα στο οποίο βρίσκονταν πολλοί που έμελλε να προσφέρουν και οι ίδιοι το θέαμα που απολάμβαναν ως θεατές.

Τον εξαχρειωτικό για τον λαό χαρακτήρα της θανατικής ποινής υπογραμμίζει και ο Βικτόρ Ουγκό στη νουβέλα του Η τελευταία ημέρα ενός θανατοποινίτη . Το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1829, έχει γνωρίσει από το 1868 επανειλημμένες μεταφράσεις στα ελληνικά, με πιο πρόσφατη αυτή της Αγγέλας Βερυκοκάκη για τις εκδόσεις Νάρκισσος (Αθήνα 2006, σελίδες 193). Είναι μια από τις αμεσότερες και δραματικότερες καταγγελίες της θανατικής ποινής στη λογοτεχνία. Ο Ουγκό, βάζοντας έναν δολοφόνο (που δεν αρνείται καθόλου την ενοχή του) να καταγράφει ο ίδιος τις τελευταίες ώρες του πριν καρατομηθεί, επισημαίνει άλλο ένα απάνθρωπο γνώρισμα της θανατικής ποινής: την παρατεταμένη αγωνία του κατάδικου μπροστά σ΄ αυτό που ξέρει ότι θα του συμβεί αγωνία που επιφυλάσσουν στα θύματά τους οι πιο σαδιστές φονιάδες.

Μιλώντας για την απανθρωπιά που προβάλλεται ως δικαιοσύνη, δεν μπορούμε να μη θυμίσουμε το Βασανιστήρια και εξουσία του Κυριάκου Σιμόπουλου, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι χρόνια και είναι εξίσου συγκλονιστικό με το ομόθεμο Το εγχειρίδιο του καλού δήμιου. Ο Σιμόπουλος εκεί ανασκευάζει, μεταξύ άλλων, με τρομακτικά στοιχεία τον διαδεδομένο μύθο της ανθρωπινότερης μεταχείρισης των εγκληματιών και των αιρετικών στο Βυζάντιο, σε σύγκριση με τη Δύση και την Ιερά Εξέταση.