«Είμαι ένας επαγγελματίας ονειροπόλος». Επιτέλους! Να και κάποιος που υπερασπίζεται την καθαρόαιμη μυθοπλασία. Να και κάποιος που αντιστέκεται στο ρεύμα της αυτοβιογραφικής ή ημιαυτοβιογραφικής λογοτεχνίας. Δεν είναι ο μόνος φυσικά, είναι όμως από τους λίγους που νιώθουν έτοιμοι να τσακωθούν γι΄ αυτό. Ο Πήτερ Κάρεϊ, ο κορυφαίος Αυστραλός συγγραφέας, δυο φορές βραβευμένος με το περίφημο αγγλικό Μπούκερ (Όσκαρ και Λουσίντα, Η αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλλυ– και τα δυο μυθιστορήματα πέρασαν στη μεγάλη οθόνη), το δηλώνει με κάθε ευκαιρία: «Όταν γράφω ένα μυθιστόρημα, η μεγαλύτερη απόλαυση για μένα είναι η διαδικασία της επινόησης. Με συναρπάζει να βγαίνω από τον εαυτό μου, από τον ιδιωτικό μου κόσμο, και να ανακαλύπτω πράγματα που δεν γνώριζα όταν ξεκινούσα. Παρ΄ ότι γράφω κάπου-κάπου αυτοβιογραφικά κείμενα, θα μου ήταν αφόρητο να… ανοίξω επιχείρηση εξομολογήσεων». Γιατί αξίζει να σταθούμε στα λόγια του; Διότι το 2006 – όπως φάνηκε και από το εορταστικό αφιέρωμά μας της 16/12- οι προθήκες γέμισαν “αληθινές” λογοτεχνικές ιστορίες που ήταν ενδεχομένως διαβαστερές, όμως ελάχιστες φορές έθιγαν γενικότερα ζητήματα της εποχής, ελάχιστες φορές αντανακλούσαν ευρύτερες ανησυχίες του σημερινού ανθρώπου, ελάχιστες φορές είχαν μεγάλη πνοή και δεύτερο επίπεδο. Ο Κάρεϊ αντίθετα (κι αρκετοί ευτυχώς, ακόμα), το καταφέρνει αυτό, ξεκινώντας από την απέναντι όχθη, της επινοημένης πραγματικότητας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα, Κλοπή, μια ερωτική ιστορία (Ελληνικά Γράμματα) παρουσιάζεται σαν θρίλερ με φόντο τη διεθνή αγορά της τέχνης, τη διακίνηση πλαστών αριστουργημάτων και τη χειραγώγηση των καλλιτεχνών, για να ανοίξει νέα κεφάλαια στον βαθύτερο προβληματισμό περί ταυτότητας, εθνικής και πολιτισμικής, πραγματικής ή δάνειας, γνήσιας ή πλαστής, επιβεβλημένης ή επιλεγμένης, εξαργυρώσιμης ή μη. Ως Αυστραλός, ο 63χρονος σήμερα συγγραφέας ξέρει πως η βρετανική αποικιοκρατική μυθολογία πλαστογράφησε την ταυτότητα και την ιστορία τού τόπου του. Γι΄ αυτό και με τα μυθιστορήματά του προσπαθεί να την αναδείξει και να την επαναδιατυπώσει.

«Το πρόβλημα με την τέχνη είναι οι άνθρωποι που την αγοράζουν», διαπιστώνει κάποια στιγμή ο κεντρικός ήρωας του Π. Κάρεϊ. Κι αυτοί οι άνθρωποι- δεν το λέει ο συγγραφέας αλλά το υπονοεί- έχουν τη νοοτροπία του αποικιοκράτη. Η Κλοπή λοιπόν παραπέμπει σε πραγματικές κλοπές πινάκων και πνευματικών δικαιωμάτων που πυροδοτούν την πλοκή του μυθιστορήματος, αλλά και στη συμβολική κλοπή ταυτότητας. Στην απώλεια της γνησιότητας δηλαδή, άρα στην αλλοτρίωση του καλλιτέχνη ή του πολιτισμού, ο οποίος υπόκειται στην κυρίαρχη πολιτισμική και οικονομική ηγεμονία. Όχι πλέον την βρετανική, αλλά την αμερικανική. Όλα αυτά τα λέει ο Κάρεϊ μέσα από μια συναρπαστική ιστορία που ξεκινά το 1980, γυρίζει στα ΄50 και καταλήγει στο σήμερα. Πρωταγωνιστές του, ένας πρώην επιτυχημένος, πρώην παντρεμένος, πρώην ανεξάρτητος, πρωτοποριακός Αυστραλός ζωγράφος που αναζητά την καλλιτεχνική και συναισθηματική καταξίωση, ο υπέρβαρος αυτιστικός αλλά οξυδερκής αδελφός του ο οποίος κάνει μια δεύτερη σαρκαστική ανάγνωση των εξελίξεων, και μια όμορφη και φιλόδοξη απατεώνισσα, που θα χωθεί στην αγκαλιά του ζωγράφου, θα τον παρασύρει στη Νέα Υόρκη και θα βυθίσει και τους τρεις τους στα παιχνίδια του εμπορίου πινάκων. Ντίλερς που χορηγούν ψευδή πιστοποιητικά γνησιότητας προκειμένου να ελέγξουν το χρηματιστήριο της τέχνης, αριστουργήματα που «χάνονται» ή καλύπτονται από νέες συνθέσεις προκειμένου να σκηνοθετηθούν τα «μπουμ» της αγοράς, ανυπόγραφα σκαριφήματα διασήμων, που ολοκληρώνονται ή υπογράφονται από συγγενείς ή «φίλους», παράνομες φυγαδεύσεις ανεκτίμητων έργων, γκαλερίστες, συλλέκτες, κριτικοί που κατευθύνουν τα γούστα της αγοράς και το ύφος των καλλιτεχνών, καλλιτέχνες που αλλάζουν στόχους, λαδώματα προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και φόνοι… Πολλά απ΄ αυτά μάς είναι οικεία (αλλά ανομολόγητα) από την υπόθεση Ιόλα, λ.χ. ή Νταλί, και ως ένα σημείο έχουν περάσει στη λογοτεχνία μυστηρίου. Όμως ο Κάρεϊ δεν μένει στο φαινόμενο αλλά προχωρά στις συνέπειές του, και στοχάζεται πώς διαμορφώνεται σιγά-σιγά ένας κόσμος με πλαστή ταυτότητα. Ο ήρωάς του μάλιστα, μπαίνει κι αυτός στο δαιμονικό παιχνίδι, και εξαπατά την αγορά με τα ίδια της τα όπλα. Όχι όμως για το χρήμα, αλλά για τη δόξα. Το αντίγραφο που ζωγραφίζει χαιρετίζεται ως πρωτότυπο. Έχει διαβρώσει το σύστημα από μέσα! Τίποτα λοιπόν δεν είναι γνήσια αυθεντικό, τίποτα αυθεντικά γνήσιο. Όπως ένα έργο τέχνης, έτσι και η ταυτότητά μας ορίζεται από τα δάνειά της, από τον ρόλο της, από το πνεύμα της. Αυτό που θα την καταξιώσει δεν είναι ένα πιστοποιητικό γνησιότητας αλλά η στάση μας στα μεγάλα ζητήματα του καιρού μας. Ο Κάρεϊ λ.χ. που κατοικεί από το ΄90 στη Νέα Υόρκη αντιδιαστέλλει Αμερικανούς και Αυστραλούς. Οι πρώτοι, λέει, διαπνέονται από την κουλτούρα της επιτυχίας, ενώ οι δεύτεροι δυσπιστούν σ΄ αυτή τη διάσταση της ζωής. «Για τους Αμερικανούς, όποιος δεν είναι “νικητής”, είναι “λούζερ”, όπως θεωρούνται και οι περισσότεροι ήρωές μου. Όμως εμείς αντιμετωπίζουμε την αποτυχία με πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια, και τους “ηττημένους” (losers) τους αποκαλούμε (battlers) “μαχητές”». Τόσο απλά.