Με τις διασκευές «Ο φιλάργυρος», «Δωδέκατη νύχτα», «Ελληνική αγρυπνία» και «Πολύ κακό για το τίποτα» ασχολούμαι σήμερα
Όπως πολλές φορές έχω εκφράσει τις απόψεις μου, κατ΄ αρχήν δεν είμαι αντίθετος για τις διασκευές Η διασκευή, ιδιαίτερα στο θέατρο (γιατί για τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση το πράγμα φαίνεται και αναγκαίο και αυτονόητο- αφήνω πως συχνά θεατρικά κείμενα που γίνονται φιλμ ή τηλεταινίες γίνονται αποτελεσματικότερα, αν είναι έμπειρος ο διασκευαστής-σεναριογράφος), είναι πανάρχαια συνήθεια. Προσωπικά θεωρώ δεδομένο πως ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» του Αισχύλου είναι γλωσσική τουλάχιστον απλοποίηση για εκπαιδευτικούς λόγους πιθανόν στην αλεξανδρινή περίοδο. Αλλά και το προβληματικό φινάλε αυτής της τραγωδίας φαίνεται να είναι νεώτερο συμπίλημα. Χωρίς αμφιβολία οι περισσότερες κωμωδίες των Ρωμαίων Πλαύτου και Τ ερέντιου είναι δημιουργικές διασκευές του Μενάνδρου και των άλλων κωμωδοποιών της Νέας Αττικής Κωμωδίας . Αλλά και το Λόγιο- λεγόμενο- θέατρο της Αναγέννησης, διασκευές είναι του Σενέκα και των Λατίνων κωμικών ποιητών. Ο Σαίξπηρ διασκευάζει προηγούμενα έργα (Άμλετ , π.χ.)

ή χρησιμοποιεί διασκευάζοντας ιταλικές νουβέλες. Αφήνω τις ποικίλες παραλλαγές-διασκευές του μεσαιωνικού μύθου του Φάουστ ή του Δον Ζουάν. Ή οι δεκάδες Αντιγόνες , Ηλέκτρες και Ιφιγένειες .

Το πρόβλημαμε τις διασκευές βρίσκεται αλλού: όταν το πρωτότυπο ή η διασκευή, αδιάφορα, χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα ή, αν θέλετε, όταν η σκηνοθετική παρέμβαση είναι η διασκευή, τότε υπάρχει μια προδοσία, τουλάχιστον των προθέσεων των συγγραφέων.

Υπάρχουν γερές , καίριες διασκευές , ήπιες ή μόνο γλωσσικές απλουστευτικές, όταν μάλιστα τα κείμενα κουβαλάνε έναν γλωσσικό κώδικα ανοίκειο για ένα σύγχρονο κοινό ή ασύμβατο με μια άλλη κοινωνική ή γλωσσική συνθήκη. Για παράδειγμα η Μολιερέσκ ή το Μαριβοντάζ είναι τελείως έξω από τα βαλκάνια ήθη.

Σήμερα θα ασχοληθώ εν πυκνώ με τέσσερις συμβατές ή παραδεκτές διασκευές στα καθ΄ ημάς τριών κλασικών κωμωδιών και μίας διασκευής θεατροποίησης ενός πεζού κειμένου.

Στο θέατρο«Αλκυονίς», το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα- συνεχίζοντας μια σειρά σεμνών διασκευών, θά ΄λεγα θεμιτών εκλαϊκεύσεων κλασικών έργων- ανέβασε τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου σε μετάφραση-απόδοση Ντένης Θεμελή.

Ειδικά ο «Φιλάργυρος» έχει γενναία και γόνιμη διασκευαστική ιστορία, αφού από το 18 1 6 η στα καθ΄ ημάς διασκευή του Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων εγκαινίασε κυριολεκτικά την «εθνική» μας δραματουργία. Η διασκευή ενός μολιερικού έργου είναι η αποτοξίνωσή του από το λουδοβίκειο ύφος και τη ρητορική του καιρού. Αναφέρθηκα ήδη στις δυσχέρειες αφομοίωσης από το ελληνικό μέσο κοινό του παλατιανού ιδιώματος και των αλεξανδρινών κορσέδων. Ακόμη και όσοι αποπειράθηκαν να μεταφέρουν τον στίχο, κατέφυγαν στον εθνικό μας ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με όλους τους «ποιμενικούς» του απόηχους!

Η διασκευή της Θεμελή δεν απιστεί στον μύθο της κωμωδίας, δεν προδίδει τις σχέσεις, δεν αλλοιώνει τους χαρακτήρες, δεν ελληνοποιεί τους τύπους. Κάνει το κείμενο βατό και το αναλογίζει, χωρίς να προδώσει την ιδιοφυΐα της γραφής, με τον Ψ αθά, τον Σακελλάριο, τον Τζαβέλλα, δηλαδή τους επιγόνους της μενανδρικής παράδοσης. Εξάλλου ο «Φιλάργυρος» διασκευάζει έργο του Τερέντιου που ξαναδιασκεύασε και ο Πούσκιν.

Ο Μεσσάλας κράτησε ύφος φάρσας στη σκηνοθεσία και ο ίδιος ερμήνευσε τον ρόλο με τη θεμιτή διόγκωση που επιλέγει

Υπάρχουν γερές, καίριες διασκευές, ήπιες ή μόνο γλωσσικές απλουστευτικές, όταν μάλιστα τα κείμενα κουβαλάνε έναν γλωσσικό κώδικα ανοίκειο για ένα σύγχρονο κοινό ή ασύμβατο με μια άλλη κοινωνική ή γλωσσική συνθήκη

πάντα η σάτιρα για να στηλιτεύσει τα κοινωνικά ελαττώματα. Δεν είναι άσχετο αν πω πως ο ίδιος στην παιδική του σκηνή ερμηνεύει τον Σκρουτζ. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς αναφέρω την έμπειρη Όλγα Τ ουρνάκη, την πάντα αγαθή παρουσία της Θεμελή και τους επαρκέστατους Π. Σπηλιόπουλο, Μοσχολιδάκη, Αποστολίνα και Λιακάκο. Στο ύφος τού όλου η μουσική του Τ ενίδη και έξοχα τα κοστούμια της Λουκίας .

Στο θέατρο «Τ όπος Αλλού» η διασκευή της «Δωδέκατης νύχτας» του Σαίξπηρ από τον Νίκο Καμτσή και σεμνή είναι, και πιστή στον μύθο και στους χαρακτήρες, και γλωσσικά αναγνωρίσιμη στην ποιητική της διάσταση. Βρήκα συμβατά τα κοστούμια της ταλαντούχου Μίκας Πανάγου και πράγματι έξοχη τη μουσική του Μίνωα Μάτσα.

Ο θίασος αποτελείται από μια δροσερή νεανική ομάδα. Ο νους μου πάει στο 1957, όταν ο Ροντήρης ανέβασε στο «Πειραϊκό Θέατρο» το ίδιο έργο με τελείως νέους ηθοποιούς (Καλογήρου, Μπρούσαλης, Καρατζάς, Καλλιβωκάς , Βούλα Χαριλάου, Μαίρη Εγιπίδου, Γιάννης Κοντούλης, Ντούζος κ.τ .λ.). Μόνη εξαίρεση ο έξοχος Μαλβόλιο του Ανδρέα Φιλιππίδη.

Έτσι και στο «Τόπος Αλλού», ο εμπειρότερος Λεωνίδας Κακούρης έδωσε έναν ιλαροτραγικό Μαλβόλιο με μέτρο, φινέτσα και ματαιοδοξία. Η Ηρώ Λούπη (Ολίβια) έχει σκηνική εμβέλεια και μέτρο λιτότητας στα μέσα της, η Κατερίνα Τ σάβαλου (Φέστε) άνεση στην κίνηση και πηγαίο κέφι, η Μαίρη Σταυρακέλη (Μαρία) την πρέπουσα στέρεη λαϊκότητα. Ο Χάρης Μαυρουδής (Ορσίνο) μεταφέρει τον γλυκερό ρομαντισμό του κειμένου χωρίς να τον γελοιοποιεί. Ο Χρύσανθος Παύλου (Τόμπι) ξεπέρασε τις δυσκολίες ενός υποκριτικού υφάλου και ο Δημήτρης Φραγκιόγλου (Σερ Άντριου) έχει κωμικό στίγμα που θυμίζει Χρήστο Ευθυμίου. Θα πάει μπροστά.

Η Ειρήνη Μπαλτά (Βιόλα) έχει πλούσια προσόντα, σωστή εκφορά του λόγου, σκηνική ευφυΐα. Θα χρειαστεί να φροντίσει τις χορδές της. Ο Ανθόπουλος (Σεβαστιανός), επαρκής.

Μια παράσταση ευφρόσυνη σαν μπαντίτα χάλκινων.

Στο θέατρο «Εμπρός» η πάντα ανήσυχη, τολμηρή και μεθοδική Ρούλα Πατεράκη διασκεύασε για το θέατρο ένα ενδιαφέρον πεζογράφημα του Μισέλ Φάις, με τίτλο «Ελληνική αγρυπνία». Η διασκευή της δεν είναι μια ριζική θεατρική μεταποίηση του κειμένου. Ακολουθώντας τη διεθνή πλέον μόδα της σκηνικής αξιοποίησης ποιητικών ή πεζών κειμένων, μοίρασε το κείμενο σε τρεις φωνές: δύο αφηγηματικής τάξεως (με σκηνικό ήθος) και μίας δραματικής περσόνας. Το θέμα του μυθιστορήματος (;) του Φάις είναι η τρέλα του Γ. Βιζυηνού διαθλασμένη μέσα από το προσωπικό κάτοπτρο του συγγραφέα Θρακιώτη, όπως ο τραγικός πεζογράφος, και με ανάλογα βιώματα κοινωνικής σύνθλιψης (ο Φάις είναι εκ πατρός εβραϊκής καταγωγής σε μια πολυεθνική Κομοτηνή). Η Πατεράκη είναι δασκάλα ηθοποιών και έχει πάθος με τον λόγο. Κατόρθωσε να βρει τον βηματισμό, τους ρυθμούς του κειμένου και τους ανέδειξε ιδιαίτερα με τις δύο γυναίκες ηθοποιούς- την Αγλαΐα Παππά και την Τ ασία Σοφιανίδουδίνοντας σε καθεμιά έναν ξεχωριστό ρόλο, παραπέμποντας στη σύνθετη διαστρωμάτωση της αφήγησης: ο αντικειμενικός συλλέκτης υλικού συγγραφέας και ο ομόρριζος που απευθύνεται επιστολιμαία στον τραγικό σχιζοφρενή. Ο τρίτος υποκριτής, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης , παρεμβάλλεται ως Βιζυηνός εν κρίσει. Παραληρεί, οπτασιάζεται, κραυγάζει, ξεσηκώνοντας μοντέλα τρέλας από παρέμβλητες στο κείμενο αναφορές ψυχιάτρων για περιπτώσεις ψυχασθενών στο Δρομοκαΐτειο. Δυστυχώς, η μέθη και η τρέλα είναι λυδία λίθος για έναν ηθοποιό και συχνά καταστροφή για άπειρους. Ο Αβαρικιώτης δεν μπορεί να βάλει σε ελεγχόμενη φόρμα το πάθος του και τη φιλοτιμία του. Ίσως γιατί ο χρόνος των δοκιμών δεν ήταν αρκετός για να κατασταλάξει το ρεαλιστικό σχήμα σε θεατρική σύμβαση. Βρήκα έξοχη την επιλογή λαϊκών μοτίβων και έντεχνων μελών από τον Νίκο Ξυδάκη.

Παγιδευμένος στη μανιέρα του


Στο θέατρο «Αμιράλ» η διασκευή του σαιξπηρικού «Πολύ κακό για το τίποτα», ενώ δεν απιστεί στον μύθο και στο ήθος των προσώπων ούτε γλωσσικά ανατρέπει τη μανιέρα ενός χαρίεντος, δαντελωτού κειμένου, προσγειώθηκε από την ικανή Ράνια Οικονομίδου σε ανώμαλο έδαφος εξαιτίας της αδυναμίας του θιάσου, πλην της ταλαντούχας Ρένιας Λουιζίδου και του έμπειρου Γ. Κ αρατζογιάννη. Ο Χάρης Ρώμας είναι παγιδευμένος στη μανιέρα του και στην τηλεοπτική του περσόνα, παίζει μετωπικά, απευθύνεται στο κοινό και «θέτει» απέναντί του μια φανταστική κάμερα.

Δεν είναι περίεργο πως αυτό το σπουδαίο αλλά υφολογικά δυσπρόσιτο σαιξπηρικό κείμενο παίζεται τόσο σπάνια στην Ελλάδα (μία φορά στα εβδομήντα χρόνια του Εθνικού Θεάτρου και επτά φορές σε εκατό χρόνια σε Ελλάδα και Κύπρο!).