Το γαλλικό θέατρο κυριαρχείται από το σύνδρομο του «καλά κοιμωμένου θεατρικού έργου»
Δημιούργημα της μεταεπαναστατικής εποχής κατατρύχεται από την αποθέωση της Λογικής, που έφτασε στην επανάσταση να εκπορθήσει τον Θεό και να καθήσει, ο Λόγος, στον θρόνο της μεταφυσικής. Βέβαια τα σύνδρομο αυτό έχει τους προγόνους του στον Διαφωτισμό και ιδιαίτερα στον ανάδοχο του αστικού δράματος, τον Ντιντερό, που πρώτος δόμησε ένα θεατρικό κείμενο με αυστηρές λογικές δομές και Καρτεσιανή Λογική. Εξάλλου ο Καρτέσιος υπόκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σε ολόκληρο το πολιτικό και πολιτιστικό μόρφωμα της Γαλλίας. Αλλά το μικρόβιο της λογικής σαφήνειας και της γεωμετρικής μεθόδου μπήκε στο γαλλικό θέατρο ήδη από τον Μαριβώ- κομψότητα, χάρις, διαύγεια και καθαρά διαγράμματα, κάθετες και οριζόντιες χαράξεις. Οι Γάλλοι δραματουργοί μιμήθηκαν τον Μπαχ και όπως εκείνος καθιέρωσε το καλά συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο, εκείνοι καθόρισαν τους όρους και τα όρια μέσα στα οποία οφείλει να εξαντλείται, να αναπτύσσεται και να εκτονώνεται η δραστική ύλη της σκηνικής πράξης. Ο Ευγένιος Σκριμπ (που ο Ίψεν τον θεωρούσε δάσκαλό του) είναι εκείνος που παγίωσε αυτόν τον «κανόνα» που κυριάρχησε στη γαλλική σκηνή και από εκεί στον κόσμο (ο Ξενόπουλος, ο Μελάς, ο Χορν, ο Μπόγρης, ο Λιδωρίκης, ο Ιωαννόπουλος , ο Καγιάς κ.ά. είναι οι Έλληνες μεταπράτες του προτύπου).

Και δεν είναι μόνο οι κυρίαρχοι του μπουλβάρ που ξεπατίκωσαν το πατρόν του Σκριμπ (ο Λαμπίς, ο Φεϋντώ, ο Σαρντού, ο Ρουσσέν, ο Πανιόλ, ο Κοκτώ κτλ.) είναι και, όσο κι αν φανεί παράδοξο, οι Ανούιγ, Ζενέ, Σαρτρ ακόμη και ο Ιονέσκο και βέβαια παλιότερα ο Βιτράκ, που ξεσήκωσαν το σχέδιο. Αλλά και ο Λενορμάν κατόρθωσε να συμβιβάσει τις ψυχαναλυτικές του ιδέες στην ορθολογισμένη φόρμα.

Με λίγα λόγια, το μπουλβάρ είναι ένα πρόσφορο μόρφωμα, όχημα που μπορεί να μεταφέρει ακόμη και μεταφυσικές, θεολογικές, υπαρξιστικές, μεταμοντέρνες, υπερρεαλιστικές, δραματουργικές αναζητήσεις των δημιουργών. «Οι Δούλες» του Ζενέ, «Η πόρνη που σέβεται» του Σαρτρ, «Η Αντιγόνη» του Ανούιγ, ο «Βασιλιάς πεθαίνει» του Ιονέσκο, αλλά και «Ο Ρινόκερος», «Ο Βικτόρ» του Βιτράκ, «Ο Σιμούν» του Λενορμάν, «Τα ιερά τέρατα» του Κοκτώ, αλλά και «Ο Καρδινάλιος της Ισπανίας» του Μοντερλάν, «Η άμαξα της θείας κοινωνίας» του Μεριμέ ενώ διαφέρουν ως ιδεολογία, φιλοσοφία και πολιτική θέση, ανήκουν στην ίδια συνταγή μορφής.

Είπα και πριν είναι δυνατή και ανθεκτική και ευρύχωρη αυτή η φόρμα, που χωράει τον Ίψεν, τον Αρθουρ Μίλλερ, τον Πιραντέλλο, τον Τσέχωφ, τον Νόελ Κάουαρντ, τον Ντε Φιλίππο, τον Στρατίεφ, τον Τ ερζάκη του «Γαμήλιου εμβατήριου», τον Καμπανέλλη των «Τεσσάρων ποδιών του τραπεζιού». Σ΄ αυτή τη γόνιμη ομάδα ανήκει και ο σύγχρονος και δημοφιλής στη Γ αλλία Ερίκ- Εμμανουέλ Σμιτ που πρωτοπαρουσιάζει στο ελληνικό κοινό ο Σπύρος Ευαγγελάτος στο «Αμφι-Θέατρό» του.

Ο Σμιτ είναι από τις ακραίες εκείνες περιπτώσεις του συγκεκριμένου μοντέλου που κατορθώνει να εντάξει στην ορθολογική γεωμετρημένη φόρμα του μπουλβάρ (εδώ πάντα με την έννοια του αναγνωρίσιμου σχεδίου δραματουργίας

 ΙΝFΟ

«Ξενοδοχείο δύο κόσμων» στο «ΑμφιΘέατρο» (Αδριανού 11 1 Πλάκα. Τηλ. 21 0. 3233.644)

από το μεγάλο μέσο θεατρόφιλο κοινό) τολμηρές φιλοσοφικές, υπαρξιακές , μεταφυσικές ιδέες. Το «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» είναι μορφολογικά ένα ευέλικτο οικείο και στη δομή και στον σχεδιασμό των συγκρούσεων και στην ποικιλία των χαρακτήρων δημιούργημα που αναφέρεται σε σχεδόν αναπάντητα, δυσπρόσιτα και αμφιλεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα. Ο Σμιτ είναι εμφανώς ένας λόγιος συγγραφέας με βαρύ φορτίο επιρροών. Ανιχνεύει κανείς στο έργο του πλατωνικές ιδέες, καρτεσιανές λογικές , καντιανή υπερβατολογική ηθική, ψήγματα της φιλοσοφίας του Πασκάλ, του Κίρκεγκαρντ, του Σαρτρ. Έτσι ακούγονται στο έργο με μορφή αποφθεγμάτων ιδέες για τον δυϊσμό της υπάρξεως (ψυχή-σώμα), για την επανάληψη και τον κυκλικό χρόνο, για την έννοια της πιθανότητας, του προορισμού, της απουσίας του Θεού, της σιωπής του Θεού. Περνάνε πλατωνικά μοτίβα για την παιδαγωγική του έρωτα, αλλά και ο μύθος του Αριστοτέλη στο Πλατωνικό Συμπόσιο για τη διαίρεση του αρχικού ζεύγους και την αναζήτηση του ετέρου ημίσεως κ.τ.λ.

Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν βαραίνει το όλον. Η φόρμα σώζει, εκλαϊκεύει, απλουστεύει, και χαριτολογώντας παίζει.

Και πρέπει να ομολογήσει κανείς πως δύσκολα τιθασεύεται το θέμα του θανάτου, γιατί αυτό είναι ο πυρήνας του έργου του Σμιτ. Το ξενοδοχείο του είναι ένας μεταφυσικός τόπος προσωρινής διαμονής ανάμεσα στον κόσμο των μιμημάτων, των ειδώλων, των φθαρτών και στον κόσμο των ιδεών, τον υπερουράνιο, στο Επέκεινα. Κάτι σαν την Κλίμακα του Ιακώβ, που ενώνει το θείο με το ανθρώπινο. Πλατωνικότατα ο Σμιτ επιλέγει ως σωσίβιο αθανασίας την πλατωνική ανάμνηση και τον μανικό έρωτα ως όχημα υπέρβασης των αντιφάσεων και των αντίρροπων οδών.

Ο Ευαγγελάτος άλλη μια φορά με σαφήνεια και λιτότητα, χωρίς παραξενίσματα και λοξοδρομήσεις, διαβάζει το διπλό αυτό αίνιγμα (οικεία φόρμα- ανοίκειο θέμα) με θεατρική και όχι ιδεολογική ή φιλοσοφική ματιά. Έχοντας στη διάθεσή του μια καλή μετάφραση που υπογράφουν ο Κ. Ασημακόπουλος και η Θεοδώρα Φραγκογιάννη, την οποία επεξεργάστηκε δραματουργικά, έχοντας την πάντα πολύτιμη συμβολή του ευρηματικού Γιώργου Πάτσα που σχεδίασε ένα σκηνικό ανάμεσα στο αναγνωρίσιμο και το παράδοξο. Έχοντας στη φωτιστική ποιητική την ευαίσθητη ματιά της Μελίνας Μάσχα, εστίασε την ερμηνεία στους ρόλους. Όσο δουλεμένοι στη λεπτομέρεια είναι οι χαρακτήρες, σκέφτηκε, νομίζω, τόσο οι συγκρούσεις, όσο κι αν ανάγονται σε μια μεταφυσική, σχεδόν ποιητική διάσταση, θα φανούν ρεαλιστικοί μέσα σ΄ ένα κλίμα που ως θέμα και διαπραγμάτευση αντιστέκεται στον ρεαλισμό.

Έτσι, πιστεύω, πρέπει να παίζονται αυτά τα έργα. Ρεαλιστικά. Όσο πραγματολογικά φαίνονται, τόσο αναδεικνύεται ο παραλογισμός ή η μεταφυσική τους υπόσταση. Πώς αλλιώς μπορείς να κάνεις θέατρο με «ενσαρκωμένες» ψυχές; Πώς αλλιώς παρά επιμένοντας στη θεατρικότητα του σαρκίου!

Ένας άνθρωπος σε τραγική πλάνη


Ο Ευαγγελάτος είχε ένα δυνατό επιτελείο ηθοποιών. Η Νίκη Τουλουπάκη, στον καλύτερο ρόλο, που εγώ τουλάχιστον την έχω δει, πλάθει έναν αφελή λαϊκό τύπο που κατορθώνει το τραγικό της μοίρας της να το απαλύνει με τη μακαριότητα της αφέλειάς της.

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς, ένας πράγματι πολύτιμος νέος ζεν πρεμιέ, με έντονη προσωπικότητα και γερή τεχνική, ισορρόπησε ανάμεσα στην υπαρξιακή αμηχανία, το μελόδραμα, το ερωτικό πάθος και την αγωνία των προσδοκώμενων με άνεση και πυκνότητα ύφους. Η νεαρή, σε πρώτη εμφάνιση, Ελένη Βεργέτη, έχει σκηνικό γκελ, ωραία κίνηση και εκπέμπει ένα εσωτερικό φως, θεατρικά πολλά υποσχόμενο.

Ο Πέτρος Φυσσούν με την πολύτιμη πείρα του και την τεχνική του έπαιξε τον αρνητικό ρόλο του έργου, που έχει σχεδιαστεί από τον συγγραφέα με εμφανή ιδεολογικά υλικά μάλλον χοντρικά, με τέτοιο κύρος, που εξαφάνισε το αρνητικό ιδεολογικό πρόσχημα και πρόβαλε έναν άνθρωπο σε τραγική πλάνη.

Ο Νίκος Χαραλάμπους, ηθοποιός ουσίας, όπως πάντα, έπαιξε τον τυπικό ρεζονέρ της γαλλικής συνταγής με την αλαφράδα του κλόουν και την τραγικότητα του «άλλου» κλόουν.

Η Δήμητρα Χατούπη στον πιο δύσκολο ρόλο, αφού είναι και άνθρωπος που σπάει συμβάσεις, αλλά και σύμβολο, χαρακτήρας και τύπος και ιδέα, κατορθώνει να μεταδώσει με γνήσια υλικά το μεταφυσικό ρίγος, το αίνιγμα του «Μετά» και την αμφισημία του «Τώρα».