Μεταξύ των άλλων που υποχρεωτικά κάνει όποιος πάει στο Παρίσι, αποφάσισα φέτος να επισκεφθώ το περίφημο κοιμητήριο «Περ Λασέζ», εκεί όπου αναπαύεται η αφρόκρεμα του ανθρώπινου πολιτισμού και της Ιστορίας γενικότερα. Για να τσεκάρω άλλη μια φορά το «ματαιότης ματαιοτήτων», πήρα τον χάρτη των διάσημων τάφων και από τη ρεσεψιόν του ήσυχου αυτού κάμπους, ανήμερα Χριστούγεννα, άρχισα την περιπλάνηση μέσα στο πιο φαρμακερό παριζιάνικο κρύο.

Τύμβοι ανδρών και γυναικών επιφανών συλημένοι από τον χρόνο και την απόλυτη εγκατάλειψη μού επιβεβαίωναν το αυτονόητο: μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία· δεν πάει να είσαι ο Απολινέρ, ο Μπαλζάκ, η Σάρα Μπερνάρ, ο Σαμπολιόν, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ελιάρ, ο πειρατής Λαφίτ, ο Μοντιλιάνι, ο Προυστ, ο Βισκόντι, ο Μολιέρος ο ίδιος.

Κι όμως. Κάποια μπουκέτα από ολόφρεσκα λουλούδια έδειχναν ότι, ναι, υπάρχει μνήμη υπάρχει και αγάπη, αρκεί να είχες τη χάρη να ασκήσεις εν ζωή την τέχνη της αθανασίας, δηλαδή τη Μουσική.

Δεν μου φάνηκε διόλου δυσεξήγητο ότι μέσα σ΄ αυτό το πανηγύρι της λήθης, οι μόνοι που είχαν ολάνθιστους τάφους με πρόσφατο ανθρώπινο άγγιγμα ήσαν η Πιαφ, ο Τζιμ Μόρισον, ο Σοπέν, ο Μπιζέ, ο Ιβ Μοντάν.

Με ανεβασμένη διάθεση στάθηκα μπροστά στον γεμάτο δροσερά κυκλάμινα τάφο του Ροσίνι. Κι όπως δεν είχα την πρόνοια να του πάω ένα λουλούδι, τον χαιρέτισα με ένα ταρατατά από τον Κουρέα της Σεβίλλης.