Πόρισμα-φιάσκο που κουκουλώνει την υπόθεση των υποκλοπών έδωσε χθες το

βράδυ στη δημοσιότητα η Ν.Δ. στη Βουλή, προκαταλαμβάνοντας την αντιπολίτευση,

η οποία ματαίως ζητούσε μέχρι την τελευταία στιγμή να έρθουν ως μάρτυρες η

οικογένεια του άτυχου Τσαλικίδη και ο πρώην αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής

στρατηγός Στέλιος Σύρος.

Στην έκθεση μόλις 18 σελίδων, την οποία δεν υπογράφουν όλα τα μέλη της Ν.Δ.

στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας – υπογράφουν οι κ.κ. Αν. Καραμάριος, Β.

Μαγγίνας, Απ. Σταύρου και δεν υπογράφουν οι κ.κ. Χ. Ζώης, Γ. Κεφαλογιάννης,

Τζ. Τζαννετάκης -, καταγράφονται πολύ λιγότερα στοιχεία και από την αρχική

συνέντευξη Τύπου που έδωσαν οι υπουργοί δημοσιοποιώντας δήθεν το θέμα στον

ελληνικό λαό. Και το μόνο που γίνεται σ’ αυτήν είναι η αναφορά «των

αυταπόδεικτων πλέον ευθυνών των εταιρειών Vodafone και Ericsson». (Στη

φωτογραφία αρχείου, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αν. Καραμάριος με τον Γ. Κορωνιά

της Vodafone). Κατάλαβαν βέβαια τα γαλάζια μέλη της Επιτροπής ότι οι υποκλοπές

«απέβλεπαν σε κάποιο σκοπό»!!!

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνοι που διενεργούσαν τις τηλεφωνικές υποκλοπές

απέβλεπαν σε κάποιον σκοπό», λέει με στόμφο το πόρισμα προκαλώντας τους

γέλωτες σε όσους βουλευτές της αντιπολίτευσης πρόλαβαν και το διάβασαν χθες το

βράδυ. «Θα παίζει αύριο (σ.σ.: σήμερα) στα κανάλια η έκθεσή σας και θα γελάει

ο κόσμος. Λύπη μόνο προκαλείτε για το πώς αντιμετωπίζετε τους θεσμούς και τη

Βουλή», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος.

Η πλειοψηφία πέταξε το κοινό διάβημα ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΣΥΝ στον κάλαθο των αχρήστων,

με αποτέλεσμα ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης να κάνει λόγο

για άλλη μία ντροπή εις βάρος της δημοκρατίας. Η Ν.Δ. που έδωσε χθες και

επίσημα τέλος στην υπόθεση διαβιβάζοντας κι αυτό το πόρισμα (το δικό της) στη

Δικαιοσύνη προκάλεσε – διά του προέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας

Αν. Καραμάριου – «να πάει το ΠΑΣΟΚ, εάν νομίζει ότι αποκρύπτουμε την αλήθεια,

την υπόθεση σε εξεταστική επιτροπή».

Τι υποστηρίζουν οι βουλευτές της Ν.Δ.

Στο πόρισμα-μαϊμού που εξέδωσε η Ν.Δ. για τις υποκλοπές υποστηρίζεται:

Πρώτον, η ενοχή των δύο εταιρειών Vodafone και Ericsson. Γίνεται

αναφορά σε υπαλλήλους των δύο επιχειρήσεων που φέρουν ευθύνες, αλλά

αναφέρονται στο κείμενο με τα αρχικά Κ.Λ.Π., Ε.Μ., Δ.Ν.Π. Πρόκεται για άτομα

«που είχαν πρόσβαση στα λογισμικά γενικής χρήσης nmsadm, status για την

περίοδο 1.6.2004 έως και 20.3.2005. Για την Ericsson αναφέρεται: «Το λογισμικό

ήταν ιδιαίτερης ευφυΐας το οποίο η μητρική Ericsson δεν μπορεί να μη γνωρίζει

ποιοι έχουν αυτή τη δυνατότητα να δημιουργήσουν». Και προστίθεται: «Σε κάθε

περίπτωση το όλο σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς την τεχνογνωσία

της Ericsson και χωρίς την από μέσα πρόσβαση, άρα της Vodafone».

Δεύτερον, γίνεται γενικώς και αορίστως αναφορά ότι όσοι διενεργούσαν τις

υποκλοπές το έκαναν για κάποιον σκοπό. Και ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα

συναγωγής συμπερασμάτων! Προστίθεται όμως αμέσως μετά – χωρίς να κατατίθεται

κανένα αποδεικτικό στοιχείο – ότι «εκείνο όμως που μπορεί να συμπεράνει κανείς

είναι το γεγονός ότι από τις παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές εστιάστηκαν

κυρίως τα τηλέφωνα του κ. Πρωθυπουργού και ορισμένων συγκεκριμένων υπουργών,

τα οποία προκύπτει ότι παρακολουθούντο συνεχώς». Είναι δε εντυπωσιακό – σε

σύγκριση με τις αρχικές δηλώσεις υπουργών που φωτογράφιζαν την αμερικανική

πρεσβεία ως εμπλεκόμενη – ο απλοϊκός τρόπος που δίνει συνέχεια το πόρισμα. «Οι

παρακολουθήσεις των τηλεφώνων είχαν συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος όμως δεν

μπορεί να εξακριβωθεί με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία. Αυτό θα βεβαιωθεί

πιθανώς μέσω των προσώπων εκείνων που φέρονται ότι εμπλέκονται στην όλη

υπόθεση μέσα από τη διενεργούμενη δικαστική έρευνα».

Τρίτον, γίνεται μία γενικόλογη αναφορά σε ξένους, χωρίς αποδείξεις και

χωρίς να παρατίθενται έστω κάποια επιχειρήματα. «Η εμπλοκή ενδεχομένως»,

τονίζεται στο συμπέρασμα του πορίσματος, «και άλλων τρίτων προσώπων, είτε από

τη χώρα μας, είτε και άλλων προσώπων, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλειστεί,

δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί, πέραν εκείνων των περιπτώσεων νόμιμης

συνακρόασης που έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του

2004, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής τέλεσή τους».