Τελικά ο Γκίντερ Γκρας αποδείχθηκε πολύ τυχερός. Αν τον Απρίλιο του 1945,

όταν ως νεαρός αξιωματικός των Waffen SS αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς,

είχε συναντηθεί με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, σίγουρα ο Αμερικανός συγγραφέας θα

του είχε πάρει το κεφάλι.

«Ψηλά τα χέρια». Γερμανοί αιχμάλωτοι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο

Χέμινγουεϊ παραδέχθηκε πως σκότωνε άοπλους ενώ εργαζόταν ως πολεμικός ανταποκριτής

Εκατόν είκοσι δύο. Τόσους Γερμανούς σκότωσε, σύμφωνα με δικούς του

υπολογισμούς (πραγματικούς ή φανταστικούς), ο Χέμινγουεϊ. Ήταν όλοι τους

αιχμάλωτοι πολέμου, μέλη του στρατού των ναζί. Δηλαδή άοπλοι. Ο συγγραφέας του

βιβλίου «Αποχαιρετισμός στα όπλα» τους σκότωσε τη χρονιά που ακολουθούσε τα

συμμαχικά στρατεύματα ως πολεμικός ανταποκριτής.

Θα μπορούσε να ήταν άλλος ένας από τους συνήθεις υπερβολικούς ισχυρισμούς του

συγγραφέα. Όμως προκαλεί αίσθηση στη Γερμανία η δημοσίευση ανέκδοτων επιστολών

του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στις οποίες κάνει αυτή την εντυπωσιακή ομολογία.

Αμέσως μετά την απόβαση στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, ο Χέμινγουεϊ

ακολούθησε («ενσωματώθηκε» όπως λένε σήμερα για τους Αμερικανούς

δημοσιογράφους που ακολουθούν τον στρατό τους στο Ιράκ) στο 21ο Σύνταγμα της

4ης Μεραρχίας του αμερικανικού Πεζικού. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την

εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα Σέρα», η αποστολή του δεν ήταν μόνο να στέλνει

πολεμικές ανταποκρίσεις. Εκείνη την περίοδο εργαζόταν και για λογαριασμό της

οργάνωσης OSS, από την οποία αργότερα γεννήθηκε η CIA. Χάρη στην τέλεια γνώση

της γαλλικής γλώσσας, ο Χέμινγουεϊ ουσιαστικά έλυνε κι έδενε στο Ραμπουιγιέ,

κοντά στο Παρίσι, και κυρίως ανέκρινε εκατοντάδες ναζί αιχμαλώτους πολέμου.

«Εδώ είναι πολύ ευχάριστα και διασκεδαστικά» έγραφε το φθινόπωρο του 1944 στην

Μαίρη Ουέλς, που έμελλε να γίνει η τέταρτη και τελευταία σύζυγός του. «Πολλοί

νεκροί, γερμανικό πλιάτσικο, πιστολίδι και μάχες». Αποκαλυπτική είναι μια άλλη

επιστολή που έγραψε στις 27 Αυγούστου 1949, τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του

πολέμου, προς τον εκδότη του Τσαρλς Σκρίμπνερ: «Μια φορά σκότωσα έναν των SS

που ήταν ιδιαίτερα θρασύς. Όταν τον προειδοποίησα πως θα του έριχνα αν

δοκίμαζε να το βάλει στα πόδια, εκείνος μου απάντησε: «Δεν θα με σκοτώσεις.

Γιατί φοβάσαι να το κάνεις και γιατί ανήκεις σε μια ράτσα αρρωστημένων

καθαρμάτων. Άλλωστε θα ήταν παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης». Κάνεις λάθος,

φιλαράκο, του αποκρίθηκα. Και του έριξα τρεις φορές, σημαδεύοντάς τον στην

κοιλιά. Καθώς έπεφτε, τον πυροβόλησα και στο κεφάλι. Τα μυαλά του ξεχύθηκαν

από το στόμα και τη μύτη του».

«ΚΥΝΗΓΙ» ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Εκτέλεσε πισώπλατα 17χρονο παιδί

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ποζάρει… απειλητικός κατά τη διάρκεια κυνηγιού το 1932

ΣΤΙΣ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1950, ο συγγραφέας του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»

αναφέρεται στις πολεμικές του εμπειρίες σε μια επιστολή του προς τον Άρθουρ

Μίζενερ, καθηγητή της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Σε αυτή την

επιστολή ο Χέμινγουεϊ κάνει τον μακάβριο απολογισμό. «Έκανα τον λογαριασμό

πολύ προσεκτικά και μπορώ να πω με ακρίβεια πως έχω σκοτώσει 122 από αυτούς».

Ένας από εκείνους τους Γερμανούς, συνεχίζει ο Χέμινγουεϊ, «ήταν ένας νεαρός

στρατιώτης που είχε προσπαθήσει να το σκάσει με ποδήλατο και που ήταν

συνομήλικος με τον γιο μου Πάτρικ». Ο Πάτρικ είχε γεννηθεί το 1928, άρα το

θύμα έπρεπε να ήταν 17 ετών. Ο συγγραφέας γράφει στον Μίζενερ ότι τον

πυροβόλησε «στην πλάτη, με ένα Μ1».

Ως επιδέξιος κυνηγός που ήταν ο Χέμινγουεϊ, του άρεσε να σκοτώνει ζώα. Όμως σε

ένα άρθρο του στο περιοδικό «Εσκουάιρ» τον Απρίλιο του 1936, έγραφε: «Ασφαλώς

κανένα κυνήγι δεν συγκρίνεται με το κυνήγι του ανθρώπου και όποιος έχει

κυνηγήσει ένοπλους ανθρώπους, τίποτα άλλο δεν μπορεί να του τραβήξει κατόπιν

το ενδιαφέρον».