Έχετε προσέξει πως λιγοστεύουν οι ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά; Πως φαίνεται

να είναι γι’ αυτά προτιμότερο να μένει το στόμα τους κλειστό και τα «γιατί»

αναπάντητα, παρά να απευθύνονται στις ηλικίες με πείρα;

Τους έχουν δει τόσες φορές τους επαΐοντες να σηκώνουν τους ώμους τους. Αγνοούν

το γιατί συμβαίνει το ένα ή το άλλο. Οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις ή οι φωνασκίες

στην τηλεόραση στο διάλειμμα χαρωπών διαφημίσεων. Οι έμπειροι δείχνουν

αμήχανοι, αλλά όχι στενοχωρημένοι. Προφανώς το έχουν πάρει απόφαση. H εποχή

μας, λένε μεταξύ τους – και οι μικροί κρυφακούνε – είναι τόσο περίπλοκη και

απρόβλεπτη. Τα πάντα είναι πιθανόν να συμβούν κι ένας θεός ξέρει, προσθέτουν –

χωρίς ούτε κι αυτό να το εννοούν – τι μέλλει γενέσθαι.

Καταλαβαίνουμε, έπειτα απ’ αυτά, γιατί η αναζήτηση της γνώσης έχει προ πολλού

πάψει να διεγείρει, να προκαλεί στους αρχάριους εκείνη τη δίψα που ήταν η

πρόγευση μιας βαθύτερης χαράς. Γεννιόταν μήπως άλλοτε αυτή η χαρά; Πολύ πιο

συχνά πάντως απ’ ό,τι στις μέρες μας. Για τον απλό λόγο ότι το «δεν ξέρω» ή το

«δεν είμαι βέβαιος» δήλωνε ακόμη μια στάση και μια μέθοδο έρευνας και δεν ήταν

η φόρμουλα της οκνηρίας. Σήμερα μοναδική βεβαιότητα είναι η υποχρέωση να

εμφανίζεται κάποιος άκρως επιφυλακτικός (η μόνη ακρότητα που δεν ενέχει

κινδύνους).

Τα παιδιά, έλεγε ο Γκαίτε, είναι ωφελιμιστές, οι νέοι ιδεαλιστές, οι ενήλικες

ρεαλιστές και οι ηλικιωμένοι αγνωστικιστές. Το πρόβλημα στην εποχή μας είναι

ότι το πνεύμα της τελευταίας κατηγορίας (σε κακοποιημένη μορφή) διαχέεται σε

όλες τις υπόλοιπες. Το διαδίδουν διάφοροι, το εμπορεύονται, γίνονται φορείς

του ακόμη και γονείς και δάσκαλοι, κατά τα άλλα περήφανοι μέσα στα μπλουτζίν

και τα αθλητικά παπούτσια τους. Πώς όμως να αρχίσει η συνομιλία με τη νέα

γενιά όταν οι μεγαλύτεροι αμφιβάλλουν για όλα, ενώ οι μικρότεροι θα ήθελαν να

πιστέψουν σε κάτι;

Τη λύση στην αντίφαση αυτή – που δεν μπορεί βέβαια να είναι οριστική – την

ονόμαζαν, κάποτε, πολύ απλά: άσκηση. Άσκηση στην έρευνα. Ο μαθητής, ο νέος

μαθαίνει τη μέθοδο να εξετάζει τα πράγματα, να εισδύει στο εσωτερικό τους κι

αυτή η πορεία τού δίνει όλο και μεγαλύτερη ικανοποίηση, ανεξάρτητα πού οδηγεί.

Ενδέχεται να καταλήξει σ’ ένα πόρισμα ή, αντίθετα, σε μια καινούργια,

προχωρημένη απορία. Στο ενδιάμεσο όμως έχει γεννηθεί ένα πάθος που πριν δεν

υπήρχε. H γνώση έχει γίνει χαρά. Επειδή η ζωή, ο κόσμος παρουσιάζονται πιο

μυστηριώδεις, αλλά όχι αδιαπέραστοι. H ιδέα να τραβηχτούν τα πέπλα και να

φανεί τι υπάρχει από πίσω είναι τόσο συναρπαστική για τις μικρές ηλικίες, ώστε

μόνο ένας πολιτισμός με συμπτώματα ραγδαίας, εκφυλιστικής αμνησίας μπορεί να

ξεχάσει πως κι αυτός την έζησε, κι αυτός γοητεύτηκε κάποτε από τέτοια

παιχνίδια.

Αν υπήρχε επίγνωση αυτού του αδιεξόδου, τότε χωρίς χρονοτριβή θα δινόταν μέσα

στα σχολεία το σύνθημα για επιστροφή στα θεμελιώδη. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’

όλα ειδική προσπάθεια, ώστε να μάθουν οι μαθητές να παρατηρούν, να περιφέρουν

το βλέμμα τους αντί να το καρφώνουν σ’ ένα μόνο σημείο. Έπειτα να θέτουν με

γόνιμο τρόπο τα ερωτήματά τους.

Το για ποιο πράγμα ρωτά κανείς, το πότε κάνει την ερώτηση και κυρίως σε σχέση

με τι ρωτά είναι ζητήματα στα οποία δεν δόθηκε ποτέ αρκετή προσοχή. Όπως δεν

δόθηκε και στην άρθρωση των συλλογισμών, στους κανόνες με τους οποίους από μια

υποθετική πρόταση βγαίνει ένα ορισμένο συμπέρασμα.

Στο τέλος έρχεται και το πιο δύσκολο εγχείρημα. Τι μπορεί να γίνει με τη

φαντασία; Διδάσκεται άραγε κι αυτή; Εκεί που φθάσαμε, άλλη απάντηση δεν μπορεί

να δοθεί. Ναι, πρέπει να πούμε ότι κι αυτό διδάσκεται ως ένα σημείο, όλα

διδάσκονται, τίποτα δεν επιτρέπεται να αφεθεί εκτός μαθητείας, αφού ο κόσμος

λησμόνησε ότι παλαιότερα παρήγαγε ιδέες, θεωρίες, ουτοπικά σχέδια, τέχνες που

δεν μεμψιμοιρούσαν και δεν αναμασούσαν διαρκώς ότι σβήνουν, τελειώνουν και

ύστερα απ’ αυτές – τι κόλαση! – το απόλυτο έρεβος.

Έχουν κάθε δικαίωμα οι νεώτεροι να αφήσουν τη φαντασία τους να κινηθεί μακριά

από τέτοιες ελεγείες. Αν το καταφέρουν αυτό, θα κερδίσουν τη χαρά που τους

αρνείται η στεγνή κοινωνία και η άτονη εκπαίδευση. Αν αποτύχουν, τότε απλώς το

περιβόητο χάσμα των γενεών θα κλείσει αθόρυβα, χωρίς ταραχές. Ο πληθυσμός θα

είναι μόνο μιας ηλικίας, είτε έχει ρυτίδες είτε όχι. Ούτε ιδεαλιστές θα

υπάρχουν ούτε ρεαλιστές ούτε αγνωστικιστές. Μόνο πλάσματα που θα αναπνέουν

δύσκολα και θα λένε «πάλι καλά».

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών.