Σύγχρονη γλυπτική σε μεγάλα ξενοδοχεία διακοπών; Έξοχη ιδέα, προϊόν

φιλοσοφικής σκέψης σχεδόν, αφού πρόκειται για συνθήκες όπου όλοι οι

συντελεστές επικοινωνίας «ανεβάζουν τη θερμοκρασία» τους και αναπληρώνουν όλα

τα γνωστά προβλήματα των άλλων εποχών του έτους: ο φιλότεχνος (έμπειρος ή

καινούργιος) βρίσκεται σε ψυχική κατάσταση «ανασυναρμολόγησης», μακριά από τις

πιεστικές έγνοιες, το έργο τέχνης αντίστοιχα μπορεί να απλωθεί και να

συνομιλήσει με αυτόν και με τον περιβάλλοντα χώρο πιο ελεύθερα, σχεδόν

ιδανικά.

Έχουμε καλό ρεκόρ στην Ελλάδα στο θέμα αυτό. Ήταν το 1988, σχεδόν δύο

δεκαετίες πριν, όταν με έκπληξη ευχάριστη ζήσαμε στο «Μίνως Μπιτς» της Κρήτης

εκείνο το «International Art Symposium» με έργα φτιαγμένα επί τούτου από

καλλιτέχνες όπως ο Ντ. Οπενχάιμ, ο Τζ. Κόσουθ, ο K. Τσόκλης κ.ά. στο φυσικό

περιβάλλον του συγκροτήματος από τα μπανγκαλόουζ, μιας οικοδομικής μονάδας

πρωτοποριακής και υποδειγματικής από παλαιότερα ήδη – και κυριολεκτικά πάνω

στο κύμα. H εκδήλωση ήταν πρωτοπόρος, με διεθνές κριτήριο, και άνοιξε δρόμους

τους οποίους στην Ελλάδα ζήσαμε τόσο στο «Σάνι Μπιτς» της Χαλκιδικής όσο και

σε ξενοδοχεία της Αθήνας, της Πάρου, κ.ά. H εικόνα της υψηλής τέχνης έχει

στενές ιδεολογικές σχέσεις με την έννοια της «νομαδικότητας», στα χρόνια της

παγκοσμιοποίησης έστω. Αλλά και με την έννοια του τουρισμού, από τα χρόνια του

Ηροδότου ακόμα.

Έτσι φτάσαμε στην εφετινή εκτεταμένη έκθεση γλυπτικής του Γιάννη

Παρμακέλη στους ίδιους χώρους, με μουσειολογική επιμέλεια του Τάκη Μαυρωτά,

γνώστη ήδη του έργου του γλύπτη, από την αναδρομική που του οργάνωσε και στη

Πινακοθήκη Πιερίδη. Περί τα 40 έργα, είτε απλωμένα στον κήπο του «Μίνως Μπιτς»

είτε και στην ειδική εκθεσιακή αίθουσα που διαμορφώθηκε στο κεντρικό κτίριο,

έργα γλυπτικά μεγάλων διαστάσεων, καθώς και ανάγλυφα επίτοιχα.

Πριν προχωρήσουμε στην αισθητική, ας μείνουμε λίγο ακόμη στα οργανωτικά, αφού

παντού κάθε έκθεση γλυπτικής θεωρείται ένας μικρός άθλος, τεχνικός και

οικονομικός. Οι πίνακες ζωγραφικής, π.χ., κρεμιούνται σ’ έναν τοίχο από έναν

άνθρωπο, τα γλυπτά όμως απαιτούν πολλά χέρια ή και μηχανήματα και συνταίριασμα

με τους όγκους του περιβάλλοντος όπου θα σταθούν. Πολλά έργα του Παρμακέλη –

και οι αντίστοιχοι φωτισμοί – τοποθετήθηκαν έτσι ώστε να είναι περίοπτα από

τον χώρο συνάθροισης και την πισίνα, άλλα πιο κρυμμένα στη φύση, και έδεσαν με

τον χώρο.

H σκηνοθεσία αυτή ήταν αποκαλυπτική για εμένα – που γνώριζα το έργο του

διακεκριμένου γλύπτη, αλλά όχι ολοκληρωμένα. H σειρά των «μηχανικών» γλυπτών –

όπως τα ονομάζει – είναι αφαιρετική, με ευθείες γραμμές και βιομηχανικά

γυαλιστερά μέταλλα να συνδυάζονται σαν σε παράδοξες μηχανές που μοιάζουν με

όργανα λατρείας, τοτέμ.

Ο Παρμακέλης είναι από τους ελάχιστους αυτής της αφαιρετικής γλυπτικής

που κατορθώνουν να μην είναι διακοσμητικοί – αφού συνδέει τους επιμέρους

όγκους πεισματικά, αφομοιώνοντας γωνίες και όγκους σε ένα σφιχτοδεμένο σύνολο,

το οποίο εκπέμπει μια μυστηριώδη συγκρότηση, όχι μόνο μηχανική αλλά και

ουμανιστική, έναν «κόμπο», σαν ζωντανό οργανισμό. Ο γλύπτης ερευνά επίσης

ζητήματα ισορροπίας, βάζοντας μεγαλύτερους όγκους σε υψηλότερα σημεία, όπως

και θέματα τομών του χώρου, καθώς τα γλυπτά μοιάζουν συχνά σαν επίγειο

«συμπίλημα» – από γραμμές που απλώνονται στο άπειρο. Αυτό που αφήνει σαν

τελική γεύση, πάντως, υπερβαίνει την αφαιρετική αισθητική του 1960-70 (του

Κουλεντιανού, π.χ., ή του Ζογγολόπουλου) και καταθέτει κάτι πιο εσωτερικό,

έναν ψυχικό κόσμο με αρχέγονα, σχεδόν μαγικά, συναισθήματα – από το δρομολόγιο

του Καπράλου – ο οποίος εκφράζεται γεωμετρικά, αλλά πάλλεται με παλιό ρυθμό

ψυχής, σχεδόν ομόλογο με τη φύση – εν προκειμένω της Κρήτης – που περιβάλλει

υποβλητικά τα έργα.

INFO

Γιάννης Παρμακέλης, Αναδρομική Γλυπτικής 1978-2006, «Minos Beach Art Hotel»,

Άγ. Νικόλαος Κρήτης, μέχρι 30 Σεπτεμβρίου